Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχουν μεταναστεύσει οι περισσότεροι Τρικαλινοί


Ποιες πόλεις προτιμούν οι Θεσσαλοί, σύμφωνα με μια πρώτη χωρική προσέγγιση από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας






Η γεωγραφική κινητικότητα του ελληνικού πληθυσμού εντείνεται μετά το 1940 και η άμεσα με αυτή συνδεμένη συγκέντρωσή του στα αστικά κέντρα επιταχύνεται. Η ανάλυση των στοιχείων της τελευταίας απογραφής δίνει μια πρώτη ένδειξη της έντασης της εσωτερικής μετανάστευσης της περιόδου 1940-2001 καθώς 1 στους 4 Έλληνες διέμεναν μόνιμα το 2001 σε διαφορετικό νομό από αυτόν που γεννήθηκαν.


Η κινητικότητα αυτή αφορά κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό-και δευτερευόντως τον πληθυσμό των μικρών κέντρων του υπαίθρου χώρου- ,πληθυσμούς που έλκονται από την αγορά εργασίας των μεγαλύτερων αστικών κέντρων, και ειδικότερα, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, από τα Πολεοδομικά Συγκροτήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Αυτά τα στοιχεία ανήκουν σε μελέτη των επιστημόνων του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρωνα Κοτζαμάνη, και Ζαχαρούλας Μίχου.


Ανάλυση

Η ανάλυση των στοιχείων που αναφέρονται στην ανά νομό κατανομή των μετακινηθέντων αναδεικνύει κάποιες κυρίαρχες, ως προς τις κατευθύνσεις των μεταναστευτικών ροών, τάσεις. Το δίπολο των νομών Αττικής – Θεσσαλονίκης, διευκρινίζεται, συγκεντρώνει σχεδόν 4 στους 5 εσωτερικούς μετανάστες, και η διευρυμένη περιοχή Πρωτευούσης, μόνη της έναν στους δύο. Όλοι σχεδόν οι νομοί της νότιας Ελλάδας (στα σύνορα του 1832) και του μεγαλύτερου τμήματος του νησιώτικου χώρου στέλνουν  70% των μεταναστών τους στην Αττική.

Η έλξη της τελευταίας περιορίζεται όμως στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Κρήτη και, ακόμη περισσότερο, στην Μακεδονία (οι νομοί της οποίας είναι προσανατολισμένοι στην Θεσσαλονίκη), ενώ η Θράκη παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα καθώς στους 2 από τους 3 νομούς της με ισχυρό το μειονοτικό στοιχείο (Ξάνθη και Ροδόπη) οι μετακινηθέντες «έλκονται» εξ ίσου από τη Θεσσαλονίκη και την Αττική.


Ένταση

Η εξέταση της έντασης των ροών και των προορισμών εγκατάστασης των μεταναστών επιτρέπει ακόμα σημειώνεται, την εξαγωγή κάποιων ιδιαίτερα ενδιαφερόντων συμπερασμάτων. Οι δυο πολυπληθέστεροι νομοί της χώρας, που αποτελούν, όπως προαναφέραμε και τους κυρίους πόλους έλξης των εσωτερικών μεταναστών χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά εξόδων (15%) ενώ είναι ταυτόχρονα πληθυσμιακά οι πλέον ετερογενείς νομοί της Ελλάδας.

Η δυτική ηπειρωτική Ελλάδα -με εξαίρεση τους πλέον δυναμικούς νόμους της- καθώς και ένα μεγάλο τμήμα του νησιωτικού χώρου χαρακτηρίζεται από υψηλά σχετικά ποσοστά εξόδων (35%) που κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στην Αττική ενώ οι νομοί με λιγότερο έντονη κινητικότητα (ποσοστά εξόδου 35%) διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες: στην πρώτη εντάσσεται η πλειοψηφία των νομών της Μακεδονίας, στους οποίους η έλξη του νομού Θεσσαλονίκης είναι σαφώς ισχυρότερη από αυτήν της Αττικής ενώ στη δεύτερη η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, η πλειοψηφία των νομών της Θεσσαλίας και της Θράκης καθώς και οι νομοί του βορείου τμήματος της Πελοποννήσου και της ανατολικής Στερεάς.

Στην ομάδα αυτή, οι μετακινηθέντες μεταπολεμικά έλκονται κατά προτεραιότητα, εξηγούν οι δύο παραπάνω επιστήμονες, από την Αττική και δευτερευόντως από τον Ν. Θεσσαλονίκης, ενώ οι ανταλλαγές ανάμεσα στους νομούς που την συγκροτούν και τους γειτονικούς τους είναι έντονες, διαπιστώνουν οι μελετητές.


Ερμηνεία

Οι διαφοροποιημένοι μεταπολεμικά μηχανισμοί απελευθέρωσης της εργατικής δύναμης στον ύπαιθρο χώρο και η «επιλεκτική» εξωτερική μετανάστευση, η άνιση κατανομή του κεφαλαίου και της απασχόλησης στον ελλαδικό χώρο, η γεωγραφική εγγύτητα και οι ιστορικοί δεσμοί (των πελατειακών σχέσεων συντεινόντων) που συνδέουν τους νομούς της χώρας μας με την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, δύνανται να ερμηνεύσουν, σύμφωνα με τους ερευνητές, το τροχοτομικό αυτό σχήμα (και προφανώς και την «προνομιακή» πρόσβαση στην αγορά εργασίας της Αττικής των μετακινηθέντων από την παλαιά Ελλάδα).

Ταυτόχρονα, εξηγούν, οι σημαντικές προαναφερθείσες διαφοροποιήσεις της έντασης των εξόδων και των προορισμών των εσωτερικών μεταναστών οδήγησαν -εκτός των άλλων-, και στη ριζική αλλαγή του μεταπολεμικού πληθυσμιακού χάρτη της χώρας μας (και εν μέρει και της ιεραρχίας του αστικού δικτύου).


Ιστορική αναδρομή

Η ταραγμένη περίοδος, σημειώνουν στη συνέχεια, τη γερμανική εισβολή (κατοχή και εμφύλιος) θα προκαλέσουν μια έντονη κινητικότητα στο εσωτερικό της χώρας. Οι συγκρούσεις και οι καταστροφές αναγκάζουν αγροτικούς και ορεινούς-ημιορεινούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Πελοποννήσου (και σε μικρότερο βαθμό της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας) να καταφύγουν στα μεγαλύτερα αστικά και ημι- αστικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ένα τμήμα τους, μετά την πρώτη αυτή αστική εμπειρία, με τη μερική ένταξή του στη μισθωτή εργασία και αποθαρρυμένο από τις καταστροφές θα παραμείνει στα κέντρα «υποδοχής» και μετά τη λήξη του εμφυλίου.

Ένα άλλο (το μεγαλύτερο) θα επιστρέψει στους τόπους καταγωγής του και θα παραμείνει εν αναμονή της δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για την μετακίνησή του, είτε στα αστικά κέντρα του εσωτερικού, είτε στις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Δημιουργείται έτσι, διευκρινίζουν, ένα εν δυνάμει μεταναστευτικό απόθεμα, απόθεμα που θα τροφοδοτήσει τις επόμενες δεκαετίες τόσο την εξωτερική μετανάστευση (προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία αρχικά, τις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης αργότερα) όσο και την εσωτερική μετανάστευση με προορισμό τα μεγάλα αστικά κέντρα.

ΕΡΕΥΝΑ Του Αποστόλη Ζώη



Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου