Φαντάζομαι ότι όλοι σας έχετε μάθει για το νέο προπαγανδιστικό έργο που ανέβηκε αυτές τις μέρες σε παγκόσμια πρώτη:
«Η Google ενάντια στη λογοκρισία του κινεζικού καθεστώτος».
Σύμφωνα λοιπόν με την ειδησεογραφία των ημερών, η Google αποφάσισε:
«[…] να σταματήσει να λογοκρίνει την κινεζική της μηχανή αναζήτησης, παραπέμποντας τους χρήστες στην ιστοσελίδα της στο Χονγκ Κονγκ, Google.hk».[1]
Μια πρώτη παρατήρηση αφορά στην κάλυψη του γεγονότος από τα ΜΜΕ. Οι γνωστοί χρυσοκάνθαροι των ΜΜΕ που αμείβονται αδρά για να προπαγανδίζουν ό,τι συμφέρει τα αφεντικά που υπηρετούν, που λογοκρίνουν οτιδήποτε θα έθιγε τα συμφέροντά τους, προβάλλουν την είδηση ως νίκη της «ελεύθερης πληροφόρησης». Είναι και αυτό στα ήθη των καιρών…
Στην ουσία τώρα.
Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, του Γκουαντάναμο και των δρακόντειων μέτρων «κατά της τρομοκρατίας», των αντεργατικών «μεταρρυθμίσεων» που αφαιρούν δικαιώματα από τους αδύναμους και ενισχύουν τους ισχυρούς, ιδού η ευκαιρία για μια καλή προπαγάνδα υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου:
«Μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία ενάντια σε ένα δικτατορικό καθεστώς, υπερασπίζεται τα δημοκρατικά δικαιώματα παρά τα ίδια της τα οικονομικά συμφέροντα».
Αλήθεια, ενάντια σε πια χώρα «παλεύει» η πολυεθνική Google; Ενάντια στη χώρα του πιο άγριου καπιταλισμού- την Κίνα. Το πιστεύετε;
Too good to be true!
Το σίγουρο είναι ότι η Google παραβίασε μια συμφωνία με το κινεζικό καθεστώς που η ίδια οικειοθελώς είχε υπογράψει και είχε υπηρετήσει επί σειρά ετών. Η ίδια η Google ανακοίνωνε με υπερηφάνεια πριν λίγα χρόνια:
«Τη δημιουργία μιας νέας υπηρεσίας για την Κίνα, με την οποία θα περιορίζει την πρόσβαση των Κινέζων χρηστών Internet σε χιλιάδες ιστοσελίδες που θα μπορούσαν να περιέχουν περιεχόμενο «ακατάλληλο» για την κινεζική κυβέρνηση, ανακοίνωσε την Τετάρτη η Google Inc.
[…] θα προσφέρει στην ουσία μια αυτολογοκρινόμενη εκδοχή του δημοφιλούς συστήματος αναζήτησης του Google».[2]
Οι κακές γλώσσες διαδίδουν ότι η απόφαση της Google έχει σχέση με την προσπάθειά της να ανακτήσει το χαμένο έδαφος απέναντι στους ανταγωνιστές της. Στην Κίνα κυριαρχεί η τοπική μηχανή αναζήτησης της Baidu Inc.[3] Η Κίνα έχει πλέον ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως προς το μεγαλύτερο διαδικτυακό πληθυσμό του κόσμου. Ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Η Google λοιπόν προσπαθεί να αποκτήσει το πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της ότι πουλά «χωρίς λογοκρισία».
Έστω όμως και έτσι: γιατί να μην είναι αξιέπαινη μια ενέργεια που έρχεται σε σύγκρουση με ένα δικτατορικό καθεστώς;
Η Google και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Η Google θα ήταν πράγματι αξιέπαινη αν δεν συνέβαιναν δυο γεγονότα.
Α) Η Google λογοκρίνει η ίδια το περιεχόμενο των αναζητήσεων που προσφέρει όχι μόνο στην Κίνα αλλά και σε όλες τις χώρες. Τη λογοκρισία τη διαπράττει σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις αλλά και από μόνη της.
Β) Στη συγκεκριμένη συγκυρία, η ενέργεια της Google βρίσκεται σε αγαστή αρμονία με την αμερικανική κυβέρνηση, πράγμα που μετατρέπει την εταιρεία σε προέκταση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Γιατί η Google δεν επιδεικνύει την ίδια ευαισθησία όταν συνεργάζεται στη λογοκρισία με χώρες όπως: Μπαχρέιν, Μπαγκλαντές, Σαουδική Αραβία, Μαρόκο, Ταϊλάνδη, Τουρκία, Αιθιοπία, Πακιστάν και ένα σωρό άλλες; Απάντηση: όλες αυτές οι χώρες είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ.[4] Επομένως, δεν έχουμε απλά υποκρισία από την Google. Με τη στάση της συνειδητά συντάσσεται με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Πολύ περισσότερο που η διαμάχη μεταξύ Google και Κίνας γίνεται σε μια συγκυρία όξυνσης των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Η Κίνα έχει εξοργιστεί από την πώληση όπλων από τις ΗΠΑ στην Ταϊβάν τον Ιανουάριο ύψους 6,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η κινεζική κυβέρνηση απειλεί με αντίποινα ενάντια στην Boeing και άλλες τρεις εταιρείες των ΗΠΑ που εμπλέκονται στην κατασκευή των όπλων με προορισμό την Ταϊβάν. Ο άλλος λόγος της όξυνσης των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων είναι η ισοτιμία των νομισμάτων τους, του δολαρίου και του γουάν. Και οι δυο χώρες προσπαθούν να κρατήσουν χαμηλή τη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων τους για να καταστήσουν τις εξαγωγές τους πιο ανταγωνιστικές. Οι ΗΠΑ απειλούν την Κίνα με προστατευτισμό, πράγμα που θα προκαλέσει, αν πραγματοποιηθεί η απειλή, δυσεπίλυτα προβλήματα για τα κινεζικά προϊόντα. Πολλοί αμερικανοί οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και ο Πωλ Κρούγκμαν, έχουν υποστηρίξει την επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα.[5] Μια μελέτη έδειξε ότι το 38% των αμερικανών επιχειρηματιών αισθάνονται «μη-ευπρόσδεκτοι» στην κινεζική αγορά.[6]
Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που γίνεται τόσο ανοικτά η συνεργασία μεταξύ εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και των αμερικανικών εταιρειών πληροφορικής που (έτσι και αλλιώς) κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά:
«Η πραγματικότητα είναι ότι η Google και οι άλλες τεράστιες εταιρείες πληροφορικής που κυριαρχούν στην αμερικανική οικονομία πάντοτε βάραιναν στην εξωτερική πολιτική λιγότερο από το πραγματικό τους βάρος. Τώρα όμως η Google ξεχώρισε […] και ίσως να γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας φάσης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: αυτό που μπορεί να ονομαστεί η εξωτερική πολιτική της Silicon Valley».[7]
Διαδίκτυο και λογοκρισία
Εδώ και χρόνια είναι γνωστό ότι η Google συνεργάζεται με όλες τις κυβερνήσεις λογοκρίνοντας το περιεχόμενο των αναζητήσεων της. Ως γνωστό, η Google ελέγχει τα 2/3 των παγκόσμιων αναζητήσεων στο διαδίκτυο.
Η λογοκρισία αφορά όχι μόνο δικτατορίες αλλά και δημοκρατικές κυβερνήσεις. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, απαγορεύεται η «συκοφάντηση» του ιδρυτή του τουρκικού κράτους Κεμάλ Ατατούρκ ή η γελοιοποίηση της «τουρκικότητας» (όπως λέμε στα… μέρη μας «ελληνικότητα»).[8]
Στη Γερμανία και τη Γαλλία απαγορεύονται σελίδες αντισημιτικές ή σελίδες που αμφισβητούν το ολοκαύτωμα. Στις ΗΠΑ απαγορεύονται σελίδες που περιέχουν παιδική πορνογραφία ή αναφέρουν πως κατασκευάζεται μια βόμβα ή οτιδήποτε έχει περιεχόμενο «υπέρ της τρομοκρατίας» (πως, αλήθεια, ερμηνεύεται αυτό;). Το φύλο συκής για τη λογοκρισία στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες είναι ότι δήθεν είναι «κοινωνικά επωφελής» μιας και απαγορεύει «απεχθή περιεχόμενα».
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Πρώτον, η λογοκρισία γίνεται υπό τον έλεγχο μιας ιδιωτικής εταιρείας που έχει στόχο το κέρδος και μόνο. Η εταιρεία έχει κατηγορηθεί ότι στα αποτελέσματα αναζήτησης λαμβάνει υπ’ όψιν της τι την συμφέρει να προβάλλει εμπορικά, με αποτέλεσμα άλλες καταχωρήσεις να τις εξαφανίζει ή να τις εμφανίζει χαμηλά στη λίστα αναζήτησης.[9] Κανείς δεν γνωρίζει (μιας και η Google το κρατά επτασφράγιστο μυστικό) πόσες σελίδες λογοκρίνονται, υπολογίζονται όμως σε εκατοντάδες εκατομμύρια.[10]
Δεύτερον, είναι οι κυβερνήσεις αυτές που αποφασίζουν τι απαγορεύεται, πράγμα που σημαίνει ότι η λογοκρισία επιβάλλεται υπό το βάρος μιας συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας που καμιά σχέση δεν έχει με τη δημοκρατία. Έτσι, για παράδειγμα, στην Πολωνία έχει επιβληθεί η απαγόρευση της «κομμουνιστικής προπαγάνδας» που σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να συλληφθεί αν προβάλει κείμενα του Μαρξ ή τη φωτογραφία του Τσε Γκιεβάρα.[11]
Τρίτον και σημαντικότερο όλων. Τη λογοκρισία την αναλαμβάνουν κυβερνήσεις που κάθε άλλο παρά έχουν καλή φήμη για τη δημοκρατική τους ευαισθησία. Πάρτε για παράδειγμα τις ΗΠΑ, τη χώρα που έστησε το Γκουαντάναμο. Στη διαμάχη της Google με το καθεστώς της Κίνας ο εκπρόσωπος του υπουργείου των εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε:
«Όπως ο πρόεδρος Ομπάμα και η υπουργός Εξωτερικών Κλίντον έχουν υπογραμμίσει αρκετές φορές, είμαστε δεσμευμένοι υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης στο Διαδίκτυο και αντίθετοι στη λογοκρισία».[12]
Τώρα…
…πόσο ειλικρινής μπορεί να είναι αυτή η δήλωση ακόμα και αν ξεχάσουμε προς στιγμή το Γκουαντάναμο ή το Άμπου Γκράιμπ;
Διαβάζουμε στον Τύπο:
«Στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών βρίσκονται οι δημοφιλείς υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, το MySpace, το Twitter, οι οποίες αναπτύσσουν μεθόδους παρακολούθησης υπόπτων και συλλογής στοιχείων εις βάρος τους, όπως προκύπτει από καταγγελία της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Electronic Frontier Foundation (EFF).
Επικαλούμενη μυστική εγκύκλιο του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, η EFF καταγγέλλει ότι πράκτορες του FBI και άλλων μυστικών υπηρεσιών στις ΗΠΑ «εκπαιδεύονται» στο πώς να δημιουργούν εικονικά προφίλ σε αυτού του είδους τις υπηρεσίες, να παρακολουθούν άλλους χρήστες και να «εκμαιεύουν» χρήσιμες πληροφορίες για τις έρευνές τους.
[…]
Στόχος τους είναι ο εντοπισμός υπόπτων, η εξακρίβωση των άλλοθι που χρησιμοποιούν, η επαλήθευση των καταθέσεών τους, ή στοιχείων που μπορεί να αντιφάσκουν σε αυτές, ακόμη και η παρακολούθηση μαρτύρων υπεράσπισης προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων. «Η γνώση είναι δύναμη. Κάντε έρευνα για όλους τους μάρτυρες στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης», παροτρύνει τους πράκτορες η 33 σελίδων εγκύκλιος».[13]
Μια κυβέρνηση και μια εταιρεία, που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να φακελώνουν και να παρακολουθούν τους πολίτες, τις πιστεύετε όταν ισχυρίζονται ότι είναι «υπέρ της ελευθερίας στο διαδίκτυο»;
Ή τους απαντάτε: «το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;».
Άγγελος Κ
To βρήκα ΕΔΩ
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου