Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Τρίκαλα- Ήθη κι έθιμα των ανθρώπων του κάμπου τη Μεγάλη Εβδομάδα


-Μέσα από βραβευμένη εργασία εκπαιδευτικού από την Ακαδημία Αθηνών
-Πώς ζούσε τη Μεγάλη Εβδομάδα το καραγκούνικο στοιχείο στα χωριά του κάμπου;
-Ποια ήταν τα ήθη και ποια τα έθιμα;





Ο εκπαιδευτικός Ζήσης Τζιαμούρτας, στην εργασία του, "Λαογραφική πινακοθήκη των Καραγκούνηδων" η οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (έπαινος Α'), δίνει απάντηση σ' αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα σχετικά με τα ήθη κι έθιμα των ανθρώπων του κάμπου την Εβδομάδα των Παθών.

"Μέχρις ότου φθάσει το Πάσχα, η Λαμπρή, έπρεπε να περάσουν υποχρεωτικά σαράντα μέρες χωρίς αρτίσιμα φαγητά. Χαιρετούσαν οι Καραγκούνηδες από την Αποκριά το κρέας. Από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι των Αγίων Θεοδώρων δεν έτρωγαν ούτε λάδι. Ετοιμασία πνευματική μεγάλη, για να δεχθούν τον Αναστάντα Χριστό. Με ιδιαίτερη κατάνυξη παρακολουθούσαν την ακολουθία των Χαιρετισμών κάθε Παρασκευή και τη Θ. Λειτουργία κάθε Κυριακή. Βαθειά πίστη ζούσε στην ψυχή τους. Τα παραγγέλματα της Εκκλησίας ασκούσαν μεγάλη επίδραση στην ψυχή του Καραγκούνικου στοιχείου", αναφέρει ο κ. Τζιαμούρτας.

Και συνεχίζει: "Τα αισθήματα αυτά, που είναι γεμάτα αφοσίωση και ευλάβεια, φαίνονται με την έκφρασή τους τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μεγάλη και λαμπρή η Κυριακή των Βαΐων. Όλοι οι χωριανοί, με τα γιορτινά τους ρούχα και τα βαγιόκλαδα στο χέρι, πήγαιναν στην εκκλησία. Κατά τη Μεγάλη Είσοδο ο παπάς με το Ευαγγέλιο, διευκρινίζει, περνούσε πάνω από τις βάγιες, τις οποίες έριχναν στο δάπεδο οι επίτροποι. Μικροί και μεγάλοι τότε έπεφταν και έπαιρναν βάγιες με στριμωξιές, γιατί τις θεωρούσαν ευλογημένες. Αυτές τις βάγιες τις έπαιρναν για τα σπίτια τους και τις έβαζαν στην εξώπορτα του σπιτιού και άλλες στο εικόνισμα και έμειναν εκεί μέχρι τον επόμενο χρόνο. Με λίγα βαγιόφυλλα, χαμομήλι και θυμίαμα μαζί, συνεχίζει ο εκπαιδευτικός, θυμιάτιζαν τα μικρά παιδιά, που ήταν άρρωστα στα μάτια, στ' αυτιά, από σπασμούς και άλλα. Από το βράδυ-εσπέρας της Κυριακής των Βαΐων άρχιζε η ακολουθία του Νυμφίου, οι Αγρυπνίες, όπως τις έλεγαν, και τις οποίες παρακολουθούσαν με ξεχωριστή ευσέβεια".

Από τη Μ. Δευτέρα μέχρι και τη Μ. Παρασκευή πενθούσαν οι Καραγκούνες γυναίκες. Γύριζαν τα μανίκια από τα πουκάμισα προς τα κάτω, καθώς και τα συγκουνομάνικα οι μεγαλύτερες. Την Μ. Τετάρτη δεν έπλεναν ρούχα στα καζάνια με ζεστό νερό, γιατί πρόδωσαν το Χριστό. Το βράδυ, ξημερώνοντας η Μ. Πέμπτη, έβγαζαν στους φράχτες από καλαμποκιές κόκκινο μαντήλι ή κόκκινη ποδιά και τα άφηναν όλη τη νύχτα, δείχνοντας έτσι το κόκκινο αίμα του Χριστού. Τη Μεγάλη Πέμπτη, που τελούνταν η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, όλα τα Καραγκουνόσπιτα πήγαιναν στην εκκλησία δύο πρόσφορα (πτάρια), το ένα για τον παπά και το άλλο στο οποίο έγραφαν από πάνω τα ονόματα των μελών της οικογένειας και από κάτω: Υπέρ αγρών, ποιμνίων και αμπελώνων, για το σπίτι. Τα τοποθετούσε ο παπάς στο ιερό και στην Αγία Τράπεζα να είναι ευλογημένα. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας τα έπαιρναν τα δικά τους για τα σπίτια τους από όπου ο καθένας έτρωγε το μερίδιο με τ' όνομα του, για να είναι καλά με τη χάρη του Εσταυρωμένου. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν, επίσης, κόκκινα αβά (40-50), τα λεγόμενα μεγαλοπεφτήσια. Δύο απ' αυτά έβαζαν στο εικόνισμα και τρία στ' αμπέλι, για να μην πέφτουν άσχημες βροχές. Σημάδευαν επίσης τ' αρνιά στ' αυτί, για να ματώσει, έφτιαναν φούντες για τα μοσχάρια, τσαντήλες για το τυρί, βάφτιζαν τα μωρά, έφτιαναν τις κουλούρες από χερίσιο κερί, καθώς και τα χαϊμαλιά.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης, που διάβαζε ο παπάς τα δώδεκα Ευαγγέλια, κατέβαζαν το Χριστό από το ιερό και τον τοποθετούσαν στο μέσο του ναού. Όλοι σχεδόν οι χωριανοί, μικροί και μεγάλοι παρακολουθούσαν με τρεμούλα -ψυχής το δράμα του Εσταυρωμένου. Κορίτσια, που φορούσαν μαντήλια στο κεφάλι συμμετέχοντας έτσι στο θείο δράμα, τοποθετούσαν στεφάνια από Καραγκούνες συντροφεύουν το Χριστό το βράδυ της Μ. Πέμπτης πολύχρωμα λουλούδια επάνω στο σταυρό, καθώς και στα χέρια και τα πόδια του Χριστού. Γυναίκες έφτιαναν κερί, ύψους 1,50 μ., ίσιο, με τα μικρά παιδιά τους και μ' αυτό έζωναν την μέση του Χριστού. Το είχαν- εξηγεί ο εκπαιδευτικός- σε καλό, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τη χάρη του Χριστού. Πολλοί έφτιαναν πολλά μέτρα κερί και έζωναν απ' έξω την εκκλησία. Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πολλές γυναίκες με τα μικρά παιδιά έμεναν όλη τη νύχτα στην εκκλησία. Κάθονταν στις στρωμένες ψάθες τους και συντρόφευαν τον Χριστό φορώντας σκούρες ποδιές και μώβ τραχλιές.

Πρέπει να σημειωθεί, αναφέρεται στη σχετική μελέτη, πως το πρωί, στη Θ. Λειτουργία, πήγαιναν οι γυναίκες σιτάρι, κομμάτια ψωμί, ελιές, σταφυδόπιττες. Περίμεναν οι ψυχές των πεθαμένων. Αν δεν πήγαινε έστω ένας, έμεναν πικραμένες. Επίσης, πήγαιναν και στους τάφους του νεκροταφείου, όπου άναβαν τα κανδήλια και έβαζαν κόκκινα αβγά.

Το βράδυ, λοιπόν της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες, που συνόδευαν το Χριστό όλη τη νύχτα, τραγουδούσαν λυπητερά τραγούδι, που σκόρπιζαν συγκίνηση σε μικρούς και μεγάλους.

Η Μ. Παρασκευή βαριά και λυπητερή ημέρα στη συνείδηση του Καραγκούνη. Πένθιμη ημέρα, πολύ πένθιμη. Το βαρύ πένθος το διαλαλούσαν με το παραπάνω τραγούδι: Σήμερα μαύρος ουρανός.... τα μικρά παιδιά, τα δασκαλούδια, που γύριζαν σ' όλα τα σπίτια του χωριού από τα χαράματα μαζεύοντας χαρούπια, σύκα, αβγά κόκκινα. Και ο παπάς, καθώς και οι βουκόλοι γύριζαν αυτή τη μέρα σ' όλο το χωριό μαζεύοντας χρήματα, αβγά, προϊόντα. Η καμπάνα όλη τη μέρα χτυπούσε νεκρικά. Δεν εργάζονταν στα κτήματα, ούτε έπαιζαν χαρτιά στα καφενεία, ούτε έπιναν ποτά. Οι γυναίκες δεν σκούπιζαν τα σπίτια ούτε μέσα, ούτε τις ρούγες, για να μη βγουν μυρμήγκια.

Όλη μέρα γυναίκες και κορίτσια έπαιρναν το δρόμο, με προφανή λύπη, για την εκκλησία με πολύχρωμα λουλούδια στα χέρια, τα οποία έθεταν στον Επιτάφιο και ασπάζονταν με τρεμάμενα χείλη τον Εσταυρωμένο. Οι μανάδες μάλιστα περνούσαν τα μικρά παιδιά κάτω από τον Επιτάφιο τρεις φορές, για να έχουν την ευλογία του Χριστού, ο οποίος έδειξε προς αυτά ιδιαίτερη αγάπη.

Με αγωνία περίμεναν οι Καραγκούνηδες -μικροί και μεγάλοι- να βραδιάσει να πάνε στην εκκλησία, για να ψάλλουν τα εγκώμια. Μέσα στην εκκλησία, όλοι οι χωριανοί κρατούσαν στα χέρια τους χειροποίητες κηροκλούρες. Σαν τελείωνε η ακολουθία, τέσσερα παιδιά, ηλικίας 18-25 χρόνων, έπαιρναν στους ώμους τους το κοβούκλιο με τον Επιτάφιο για την περιφορά του. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, μετά ο παπάς μ' όλο το χωριό έβγαιναν από τη δυτική πόρτα της εκκλησίας και υπό τον πένθιμο ήχο της καμπάνας γίνονταν η περιφορά. Στο δρόμο, ο παπάς διάβαζε από μια φορά σε τρία σημεία τα ονόματα των πεθαμένων όλων των οικογενειών, που ήταν γραμμένα από τους Επιτρόπους σε μια κατάσταση, ενώ οι ψαλτάδες έψαλλαν το αιωνία η μνήμη.

Σαν επέστρεφαν στο ναό, για να μπουν μέσα από την νότια πόρτα, περνούσαν όλοι οι χωριανοί κάτω από τον Επιτάφιο, για να έχουν τη χάρη του Εσταυρωμένου. Μάλιστα μερικοί έπαιρναν τις λαμπάδες από το κοβούκλιο του Επιταφίου, για τα σπίτια τους, καθώς και επιταφιολούλουδα. Το θεωρούσαν καλό, ευλογία Χριστού. Το βράδυ της Μ. Παρασκευής, σαν γύριζαν στα σπίτια τους, έχυναν το νερό από τα γκιούμια ή τις στάμνες, γιατί το θεωρούσαν βαμμένο από το αίμα του Χριστού. Επίσης, έφτιαναν το προζύμι, για να ζυμώσουν το Μ. Σάββατο ψωμί καινούργιο και τα πρόσφορα.

Πρωί - πρωί το Μ. Σάββατο οι γεροντότεροι και τα μικρά παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Πολύ πρωί, οι γυναίκες έπαιρναν καινούργιο νερό από την βρύση για ευτυχία μακριά από την επήρεια των κακών πνευμάτων. Την ίδια μέρα πήγαιναν και τα φωτίκια, δώρα (παπούτσια, λαμπάδες, σιταροκλούρα, πέντε αυγά κόκκινα) στους κουμπάρους ο Νουνός ή στα βαπτιστικά του, για να τα φορέσουν τη Λαμπρή. Οι χωριανοί, που είχαν καλύτερη οικονομική κατάσταση, πήγαιναν δώρα στις φτωχότερες οικογένειες, όπως κρέας, τυρί, γάλα, γιαούρτι. Και το βακούφ' (εκκλησία), βοηθούσε με κρέας και χρήματα τις φτωχές οικογένειες. Τέλος, το Σάββατο βράδυ έπεφταν για ύπνο, γιατί γύρω στις 3 πρωινή θα τούς "έκραζε" η καμπάνα για την Ανάσταση.




Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου