H Μεγάλη Εκκλησία (Πατριαρχείο) της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) ουδέποτε υπήρξε ελληνική ή φιλελληνική ως οργάνωση. Ωστόσο, οι απολογητές της ρωμιοσύνης και του βυζαντινισμού επιμένουν να διαδίδουν, ψευδόμενοι ασυστόλως, ότι χάρη σε αυτήν την Εκκλησία διασώθηκε όχι μόνο η εθνική μας συνείδηση και ταυτότητα αλλά και η εθνική μας παιδεία και γλώσσα.
Τότε όμως, αλήθεια, τι έχουν να απαντήσουν όλοι αυτοί στην πατριαρχική εγκύκλιο που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1819 και στην οποία ο «Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης», ο δήθεν «εθνομάρτυρας», καταδίκασε την Ελληνική Παιδεία, τις θετικές επιστήμες και αναθεμάτισε τους διαφωτιστές δασκάλους που δίδασκαν το υπόδουλο έθνος;
Αξίζει, λοιπόν, να δούμε σε ποια σημεία στάθηκε ο Πατριάρχης και με ποιο αιτιολογικό έστειλε στο πυρ το εξώτερον τους ακούραστους κήρυκες της Ελληνικής Γνώσης, της παιδευτικής και εθνικής μας αφύπνισης και συνείδησης, που ως αποτέλεσμα είχε την εθνική μας Επανάσταση του 1821.
Το Πατριαρχείο παραδέχεται ότι δεν υπήρξε «Κρυφό Σχολείο»
Οι απολογητές της ρωμιοσύνης και του βυζαντινισμού προπαγανδίζουν την δήθεν λειτουργία του «κρυφού σχολείου» ως το μέγιστο ευεργέτημα της Εκκλησίας στο υπό οθωμανική κατοχή έθνος μας. Βεβαίως οι φιλίστορες γνωρίζουν ότι «κρυφό σχολείο» ουδέποτε υπήρξε, αφού με άδεια του ίδιου του Μωάμεθ του πορθητή η προ της αλώσεως «Πατριαρχική Σχολή», ευθύς αμέσως μετά την πτώση της Πόλης λειτούργησε ξανά, ως «Μεγάλη του Γένους Σχολή», με πρώτο σχολάρχη τον Ματθαίο Καμαριώτη (1), ο οποίος διορίστηκε υπό τον πρώτο κατοχικό πατριάρχη και ορκισμένο εχθρό των πλατωνικών του Μιστρά, Γεννάδιο Σχολάριο. Η Εκκλησία αναλαμβάνοντας από τους Οθωμανούς την ευθύνη της εκπαίδευσης των υπόδουλων χριστιανών συνέστησε όπου είχε τη δυνατότητα ιεροδιδασκαλεία (κατηχητικά), τα οποία λειτουργούσαν σε εκκλησίες και μοναστήρια, πάντα με επίσημη άδεια από τις κατοχικές αρχές, και εκεί δίδασκε μόνο τα απολύτως απαραίτητα για την παραγωγή κρατικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
Η περιορισμένη αυτή εκκλησιαστική εκπαίδευση, η σχολαστική, απευθυνόταν σε λίγους «εκλεκτούς», συνήθως μέσα από την κάστα των Φαναριωτών, και ως βάση και κορμό της είχε αποκλειστικά και μόνο τα θρησκευτικά, βασική αριθμητική, γραμματική και πολύ θεολογία. Ούτε λόγος δεν γίνεται σε αυτό το μεσαιωνικό σύστημα για θετικές επιστήμες και φιλοσοφία, φυσικά!
Διότι οι θετικές – λογικές επιστήμες και η Ελληνική φιλοσοφία, διαμορφώνουν ελευθερόφρονες ανθρώπους, πράγμα που ούτε οι Οθωμανοί, ούτε η ρωμαίικη Εκκλησία επιθυμούσαν!
Στην επίμαχη πατριαρχική εγκύκλιο λοιπόν, στη δεύτερη παράγραφο, οι ίδιοι οι συνοδικοί μητροπολίτες ευλογούν τα γένια τους αναφερόμενοι στα ιεροδιδασκαλεία (φροντιστήρια) που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα τους στις οθωμανικές επαρχίες, τα οποία φυσικά αν ήταν «κρυφά σχολεία» ούτε θα διανοούνταν να τα αναφέρουν σε επίσημο φιρμάνι:
«…επειδή και εν ταις προλαβούσαις Πατριαρχίαις μας εφιλοτιμήθημεν να εκτελέσωμεν εκκλησιαστικώς όλον εκείνο το απαραίτητον χρέος εις απόδειξιν των εκ της παιδείας παντοίων αγαθών, και εις προστασίαν κατάλληλον των επί κοινή ωφελεία φροντιστηρίων…». (2)
Και αμέσως μετά αναφέρουν:
«…και ήδη βλέπομεν, χάριτι Θεού, αναβάσεις Χριστιανικών αρετών εν ταις καρδίαις των απανταχού φιλοκάλων ομογενών μας, και ζήλον θερμότατον, ου μόνον εις επισύστασιν των ακμαζόντων σχολείων, αλλά και εις σύστασιν νέων άλλων εις τα μέρη εκείνα…».
Άρα και σχολεία, δηλαδή ιεροδιδασκαλεία, υπήρχαν και λειτουργούσαν κανονικά και η Εκκλησία υπερηφανευόταν για τα «φροντιστήρια» αυτά!
Ύστερα ήρθαν οι… σατανάδες(!)
Το σχολαστικισμό, τη στείρα γνώση και τη θεοκρατική εκπαίδευση που είχαν ως αποτέλεσμα την καθολική αμορφωσιά του έθνους, την κυριαρχία των δεισιδαιμονιών και τη διαιώνιση της οθωμανικής κατοχής, ήρθαν να ανατρέψουν οι μέτοχοι της Ελληνικής Παιδείας και θιασώτες του Ορθού Λόγου, οι διδάσκαλοι διαφωτιστές. Με μεγάλους κόπους και την υποστήριξη της ελληνικής αστικής τάξης (έμποροι, εφοπλιστές) οι φορείς της λογικής άρχισαν να ιδρύουν τα δικά τους σχολεία, απέναντι στα ιεροσκοταδιστήρια και να διαδίδουν τις θετικές επιστήμες και την Ελληνική φιλοσοφία, προετοιμάζοντας έτσι το έθνος για το μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα!
Το Πατριαρχείο ταρακουνήθηκε! Αυτοί οι «δυτικοφερμένοι» που διέδιδαν τις νέες ιδέες αποτελούσαν απειλή τόσο για τους ίδιους και τη θεοκρατία τους, όσο και για τον θεόσταλτο βασιλέα και προστάτη τους, όπως αποκαλούσαν τον σουλτάνο (3).
Έτσι ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, αρχίζει την ανένδοτη επίθεσή του κατά των πατριωτών διαφωτιστών με. πατρικές νουθεσίες, κινητοποιώντας τους εγκαθέτους του:
«…προαγόμεθα εις το να συμβουλεύσωμεν πατρικώς, όσα είναι ανάγκη και οι διδάσκαλοι και οι μαθηταί των σχολείων να εγκολποθώσι, και οι επιστάται των τοιούτων κοινών πραγμάτων να ενεργώσι με όλης της ακρίβειας και προσοχής των την έκτασιν. Επειδή δεν είναι δυνατόν να παρασιωπήσωμεν, ότι αντιπίπτοντα εις την ευχάριστον αυτήν ψυχικήν μας διάθεσιν μερικά συμβαίνοντα ανοικείως, διακόπτουσι την συνέχειαν των ελπίδων μας, τα οποία και εις τας εν τω αγιωνύμω Όρει του Άθωνος ησυχίους διατριβάς μας ηκούομεν, και ήδη μετά την επανάκλησιν μας, και τρίτην επί του αγιωτάτου Πατριαρχικού Αποστολικού και Οικουμενικού θρόνου ενίδρυσιν, προσέβαλον πολλαχόθεν εις τας ακοάς μας». (4)
Ποια ήταν λοιπόν αυτά τα μαντάτα που προσέβαλον πολλαχόθεν την ακοή του Πατριάρχη και δεν τον άφησαν ούτε τον… διαλογισμό του στο Άγιο Όρος να χαρεί; Μα φυσικά τα νέα, ότι «μερικά προσκόμματα σατανικά (πάντοτε η επιστήμη, η λογική και οι διδάσκαλοί τους θα είναι «σατανικά» για το ορθόδοξο ιερατείο), παρεμποδίζοντα τας προόδους των νέων εις την επιτυχίαν της αληθούς παιδείας (δηλαδή των θρησκευτικών και σχολαστικών γραμματικών μαθημάτων), και εις την εκπλήρωσιν του τέλους αυτής, ήτοι των χριστιανικών έργων την κατόρθωσιν».
Με λίγα λόγια, η πατριαρχική εγκύκλιος λέει ότι κάποιοι «σατανάδες» παρεμποδίζουν τους μαθητές από την κατήχηση (αληθή παιδεία)που οδηγεί στην επίτευξη χριστιανικών έργων(!) Και εξηγεί:
«Επιπολάζει ενιαχού μια καταφρόνησις περί τα Γραμματικά μαθήματα, και διόλου παράβλεψις περί τας Λογικάς (εννοεί την τέχνη του λόγου ως ομιλία και όχι ως Ορθού Λόγου = Επιστήμη) και Ρητορικάς τέχνας, και περί αυτήν επί πάσι (τώρα μπαίνουμε στο «ζουμί») την διδασκαλίαν της υψηλοτάτης Θεολογίας, προερχόμενη εκ της ολοτελούς αφοσιώσεως μαθητών ομού και διδασκάλων εις μόνα τα Μαθηματικά και τας επιστήμας, και μία ψυχρότης περί τα της αμωμήτου ημών Πίστεως, και αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας, προκύπτουσα εκ τινών διεφθαρμένων ανδραρίων, τα οποία καθώς τα ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, ούτω και αυτά μεταξύ των πεπαιδευμένων του Γένους ανεφύησαν, πλανώμενα υφ’ αυτών, και πλανώντα τους αφελεστέρους και απεριφράκτους την διάνοιαν». (5)
Θα σταθούμε εδώ, διότι οι βαρύτατες κατηγορίες και ύβρεις του Πατριάρχη εις βάρος των διαφωτιστών και των θετικών επιστημών απαιτούν τις εξηγήσεις τους.
Το μίσος κατά των θετικών επιστημών
Τα μαθηματικά και οι θετικές επιστήμες εν γένει, επειδή προάγουν την έρευνα και την αμφισβήτηση είχαν απαγορευτεί δια νόμου από τους ρωμαιοχριστιανούς ήδη από τον Δεκέμβριο του 370 από τους αυτοκράτορες Βάλη (Valens) και Βαλεντιανό, οι οποίοι είχαν διατάξει «…να σταματήσουν οι δραστηριότητες των αστρολόγων [mathematici]… δημόσιες ή ιδιωτικές, ημερήσιες ή νυχτερινές» (6). Ο κανόνας ΞΑ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου (691 μ.Χ.) στη συμφωνία του θα επαναλάβει την καταδίκη των μαθηματικών και της αστρονομίας, που οι φωτοσβέστες τα συκοφαντούσαν ως μαγικές τέχνες: «…και εμποδίζει να μη γίνωνται οι Κληρικοί και Ιερείς μάγοι, ή επαοιδοί, ή μαθηματικοί, ή αστρολόγοι.» (7). Μάλιστα οι μαθηματικοί και οι αστρονόμοι (αστρολόγοι όπως λέγονταν τότε) είχαν γνωρίσει πολλές φορές διώξεις ανάλογες με εκείνες των υπολοίπων Ελλήνων επιστημόνων και φιλοσόφων που αντιστέκονταν στο ρωμαιοχριστιανικό σκότος. Ο ιστορικός Προκόπιος, στην «Απόκρυφη Ιστορία ή Ανέκδοτά» του, περιγράφει πώς ο Ιουστινιανός (527-565) δίωκε με μανία τους αστρονόμους (αστρολόγους), ανθρώπους εντελώς αθώους, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Προκόπιος:
«Αλλά και για τους αστρολόγους είχαν μεγάλο μίσος. Γι’ αυτό και ο αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για τους κλέφτες τους βασάνιζε χωρίς κανέναν άλλο λόγο και, αφού τους μαστίγωνε αλύπητα στη ράχη, τους έβαζε πάνω σε καμήλες και τους διαπόμπευε σ’ όλη την πόλη, γέρους ανθρώπους και γενικά αξιοσέβαστα πρόσωπα, κι ας μην είχε να τους προσάψει καμιά άλλη κατηγορία, παρά μόνο ότι ήθελαν να καλλιεργούν την επιστήμη των άστρων σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν». (8)
Το ζητούμενο της Μεγάλης Εκκλησίας και της όποιας μοναρχίας με την οποία αγαστά συμπορευόταν, αδιάφορο αν ήταν η ομόδοξη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) ή η διάδοχος αυτής αλλόθρησκη Οθωμανική, ήταν οι υπήκοοι να παραμένουν πειθήνιοι και υπάκουοι. Και αυτό πετυχαίνεται μόνο με τη διάδοση της δεισιδαιμονίας, η οποία κατακυριεύει με παράλογους φόβους τους ανθρώπους και τους κρατά δούλους και ποίμνια στις βουλές των ελέω θεού κοσμικών αφεντάδων τους. Και όπως γράφει ο Ανώνυμος διαφωτιστής στην «Ελληνική Νομαρχία» (Βενετία 1806), «…οι ιερείς αγαπητοί μου, φυλάττοντες ένα σκοπόν, καθόλου διάφορον από τους λοιπούς συμπολίτας, πάντοτε επροσπάθησαν με το μέσον της θεότητος να καταδυναστεύσουν τους συμπολίτας των καθώς μέχρι της σήμερον με την αμάθειαν και κακομάθησιν επέτυχον του σκοπού των. Αυτοί, καλύπτοντες με τίτλον αγιότητος τα πλέον φανερά ψεύματα, εγέμισαν τους αδυνάτους νόας του λαού από μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ώστε οπού αντί να ονομάσουν ψεύμα το αδύνατον, το ονομάζουν άγιον» (9). Αλλά μήπως και ο υπέροχος Πλούταρχος δεν είναι εκείνος που πριν 20 αιώνες μας προειδοποίησε ποιο εξουσιαστικό παιχνίδι εξυπηρετεί η δεισιδαιμονία:
«Άλλοι, τέλος, διηγούνται ότι κάποιος από τους φοβερούς και πανούργους εκείνους βασιλείς, καταλαβαίνοντας πως οι Αιγύπτιοι έχουν χαλαρό φρόνημα και είναι επιρρεπείς στις μεταβολές και τις επαναστάσεις κι ότι, πολυπληθείς καθώς είναι, είναι δύσκολο ν’ αντιμετωπιστούν και να κατασταλούν όταν ομογνωμούν και δρουν από κοινού, εγκατέσπειρε με τις διδαχές του δεισιδαιμονία, αιώνια αφορμή για ακατάπαυστη διχόνοια». (10)
Για το ορθόδοξο ιερατείο λοιπόν, το πλήρως καθοδηγούμενο από τους τυράννους και κατακτητές του έθνους μας, τα μαθηματικά και η αστρονομία, που θα διέλυαν τις δεισιδαιμονίες και τις ά-λογες μεταφυσικές δοξασίες που είχε καλλιεργήσει στο λαό για να τον κρατά υποταγμένο, υποδουλωμένο και φοβισμένο, παρέμεναν (και παραμένουν) οι βασικοί του ιδεολογικοί αντίπαλοι, που υποχρεούται να αναχαιτίσει με αφορισμούς, αναθέματα και συκοφαντίες περί… μαγείας!
Μέγιστο αμάρτημα: «…αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας…»
Εκ πρώτης αναγνώσεως μοιάζει κωμικό το επιχείρημα ότι το μέγιστο αμάρτημα των διαφωτιστών ήταν ότι καλλιεργούσαν στη νεολαία της προεπαναστατικής περιόδου «…αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας…», και μάλιστα τόσο μεγάλο που ο ίδιος ο Πατριάρχης εγκαταλείπει το μειλίχιο ύφος του για να αποκαλέσει τους πατριώτες, «εκ τινών διεφθαρμένων ανδραρίων, τα οποία καθώς τα ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου…».
Και όμως οι νηστείες, που τόσο πολέμησαν και περιόρισαν οι διαφωτιστές, είχαν (και έχουν) την εξουσιαστική τους αιτία ύπαρξης! Να τι παρατήρησε ο Άγγλος λοχαγός Γουίλιαμ Μάρτιν Λέικ (William Martin Leake), ο οποίος περιηγήθηκε στις ελληνικές χώρες μεταξύ του 1804 και 1810 ως πράκτορας της Μεγάλης Βρετανίας:
«Τα πανηγύρια των Ελλήνων, οι νηστείες και ο φόβος τους, είναι μεγάλα βάσανα για τον ταξιδιώτη. Στις γιορτές δεν δουλεύουν. Όταν κρατούν νηστεία, και μάλιστα σκληρή, σαράντα ολόκληρες μέρες, είναι εξαντλημένοι και ανίκανοι για κάθε σοβαρή προσπάθεια. Ο φόβος, τέλος, αποτελεί αναγκαία συνέπεια του τουρκικού ζυγού που ακολούθησε τη μακραίωνη εξουθενωτική τυραννία και τις δεισιδαιμονίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, κάτω απ’ αυτή την πικρή κρούστα, προβάλλει έντονα ο εθνικός χαρακτήρας ενός αρχαίου λαού». (11)
Οι παρατηρήσεις του Άγγλου στρατιωτικού και κατασκόπου κατεξοχήν εύστοχες. Με τόσες αυστηρές νηστείες, οι πρόγονοί μας ήταν «εξαντλημένοι και ανίκανοι για κάθε σοβαρή προσπάθεια», πόσο μάλλον για επανάσταση. Γι’ αυτό και οι διαφωτιστές, που με τις διδαχές τους προετοίμαζαν τη νέα γενιά για τον μεγάλο εθνικό ξεσηκωμό, φρόντιζαν στην παύση, ή έστω στον περιορισμό των νηστειών, μήπως και οι υπόδουλοι καταφέρουν και σταθούν πρώτα στα πόδια τους, πριν καταφέρουν να σηκώσουν τα άρματα κατά των τυράννων τους. Και η Εκκλησία, που γνώριζε πολύ καλά γιατί είχε επιβάλλει όλες αυτές τις νηστείες, είχε κάθε λόγο να ανησυχεί, να απειλεί και να υβρίζει. Η Επανάσταση θα ερχόταν δύο χρόνια μετά.
«Ναι» στην Ελληνική γλώσσα, αλλά για να διαβάζουμε μόνο τα Ευαγγέλια(!)
Στη συνέχεια της πατριαρχικής εγκυκλίου έκπληκτοι διαβάζουμε έναν ύμνο για την Ελληνική γλώσσα, όπως για παράδειγμα, «απειρέσιος είναι τω όντι ο πλους και αχανές το πέλαγος της Ελληνικής αυτής γλώσσης…». Όμως τα εγκώμια του Πατριάρχη δεν αποσκοπούν στη γνώση της Ελληνικής ως κώδικα κατανόησης της φιλοσοφίας και μετοχής στην Ελληνική Παιδεία. Αλλά, «…είναι αναγκαία η γνώσις της Ελληνικής γλώσσης, και κατά πόσους τρόπους εις τον βίον επωφελής, μάλιστα τον ορθόδοξον, είναι και τοις τυφλοίς αυτής δήλον, καν λέγωμεν ημείς, καν μη λέγωμεν, επειδή κατ’ αυτήν όντων συγγεγραμμένων όλων των θεοσόφων βιβλίων των πνευματεμφόρων Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας μας, και όλων των ιερών νόμων και κανόνων, δι’ αυτής μόνης εις την αληθή κατανόησιν εκείνων διαπορθμευόμεθα, και δι’ αυτής τα προς Θεόν όσια και τα προς ανθρώπους δίκαια διδασκόμεθα» (12). Η Ελληνική στην υπηρεσία της θρησκείας και της Εκκλησίας, υπάλληλός της και… δούλη της. Ή αλλιώς, η γλώσσα των σοφών στη δούλεψη της θεοκρατίας! Ο σχολαστικισμός στο απροκάλυπτο… μεγαλείο του(!).
Η γραμματική «επωφελέστερη» των θετικών επιστημών!
Εκεί όμως που ο Πατριάρχης θα κηρύξει κάθετο ανάθεμα κατά των μαθηματικών και εν γένει των θετικών επιστημών, είναι όταν θα διακηρύξει, ότι:
«Και κατά σύγκρισιν δε και παράθεσιν ευρίσκεται επωφελεστέρα τω Γένει, και αναγκαιοτέρα η παράδοσις των Γραμματικών από την διδασκαλίαν των μαθηματικών και επιστημονικών» (13).
Και αμέσως μετά, αφήνεται στο να ξετυλίξει το λίβελο του σκοταδισμού του:
«…επειδή εκείνη (η Γραμματική) συμβάλλει γενικώς εις όλα, ή τα περισσότερα επαγγέλματα, της δε, εις άλλα θεωρείται το χρήσιμον, διο και όσον απαιτεί η προκειμένη του Γένους κατάστασις πρέπει να παραδίδηται εις τα σχολεία, και όχι το έργον να γίνεται πάρεργον, και το πάρεργον (οι επιστήμες) έργον, και να λαμβάνη το χρήσιμον του αναγκαίου την προτίμησιν επειδή τις ωφέλεια προσκολλώμενοι οι νέοι εις τας παραδόσεις αυτάς, να μανθάνωσι αριθμούς, και αλγέβρας, και κύβους, και κυβοκύβους, και τρίγωνα, και τριγωνοτετράγωνα, και λογαρίθμους, και συμβολικούς λογισμούς, και τας προβαλλομένας ελλείψεις, και άτομα, και κενά, και δίνας, και δυνάμεις και έλξεις και βαρύτητας, και φωτός ιδιώματα, και βόρεια σέλα, και οπτικά τινα, και ακουστικά, και μυρία τοιαύτα, και άλλα τερατώδη, ώστε να μετρώσι την άμμον της θαλάσσης, και τας σταγόνας του υετού και να κινώσι την γην εάν αυτοίς δοθή πη στώσι κατά τον Αρχιμήδην, έπειτα εις τας ομιλίας των βάρβαροι, εις τας γραφάς των σόλοικοι, εις τας θρησκείας ανίδεοι, εις τα ήθη παράφοροι και διεφθαρμένοι, εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς, και άσημοι πατριώται, και ανάξιοι της προγονικής κλήσεως;». (14)
Ας αρχίσουμε από το τέλος. Τι θεωρούνται οι θετικοί επιστήμονες και όσοι διδάσκουν τις θετικές επιστήμες για την Ορθόδοξη Εκκλησία; Είναι, «…εις τας ομιλίας των βάρβαροι, εις τας γραφάς των σόλοικοι, εις τας θρησκείας ανίδεοι, εις τα ήθη παράφοροι και διεφθαρμένοι, εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς, και άσημοι πατριώται, και ανάξιοι της προγονικής κλήσεως». Βάρβαροι, ανίδεοι, παράφοροι, διεφθαρμένοι, επιβλαβείς, άσημοι και ανάξιοι! Αυτή είναι η γνώμη του Γρηγόριου του Ε΄, και επίσημη θέση της Εκκλησίας σε όλη της την ιστορική διαδρομή, σε ό,τι αφορά τους επιστήμονες. Γιατί; Το είπαμε ήδη, να το επαναλάβουμε: Διότι η επιστημονική έρευνα καταλύει τις «θεόπνευστες» ασυναρτησίες, τις μεταφυσικές ανοησίες, διαλύει τις δεισιδαιμονίες και απελευθερώνει τους ανθρώπους! Άνθρωποι που οδηγούνται από τον Ορθό Λόγο δεν δύνανται να διαβιούν ως δούλοι ξεσηκώνονται, επαναστατούν και ανατρέπουν τους τυράννους τους! Η Εκκλησία έχει μία αποστολή: να αναχαιτίσει την επανάσταση που πλησιάζει, και δίχως καν σουλτανική εντολή, αποφασίζει για μια ακόμη φορά να παίξει το ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκε εξ αρχής: του οπίου του λαού! Οι διαφωτιστές είναι επικίνδυνοι, είναι επαναστάτες, διδάσκουν «άχρηστα» πράγματα (αυτά που σήμερα μας ταξιδεύουν στα άστρα και βρίσκουν θεραπείες σε ό,τι μας αποδεκατίζει) και αντί να ασχολούμαστε με την… Γραμματική, την τόσο ωφέλιμη για. μανδαρίνους, θέλουμε να κατανοήσουμε τη βαρύτητα που είναι από μόνη της σκέτο… θαύμα!
Ήταν 1818, ένα έτος πριν από την έκδοση της εν λόγω πατριαρχικής εγκυκλίου, που ο διαφωτιστής και διδάσκαλος Βενιαμίν ο Λέσβιος, βροντοφώναζε από το ελληνικό Λύκειο του Βουκουρεστίου:
«Βλέπομεν το ημέτερον γένος να δαπανά ολόκληρον την ζωήν αυτού εις ουδέν άλλο, ή εις μίαν διάλεκτον τουτέστιν εις σημεία των ημετέρων ιδεών και άπασα η αγωγή αυτού και παιδεία να επικεντρώνεται εις μόνην την γραμματικήν. Ω! αθλιότης». (15)
Ωστόσο, το Πατριαρχείο είχε χάσει το παιχνίδι. «Κι όσο ο ελληνικός διαφωτισμός ανδρώνεται», επισημαίνει ο Φωτιάδης, «τόσο η εκκλησία και μαζί μ’ αυτή ο σκοταδισμός περιορίζονται στη γραμματική. «Το μεγάλο οχυρό», γράφει επιγραμματικά ο Παπανούτσος, «είναι ανέκαθεν η Γραμματική αυτή «εξασφαλίζει» ανέκαθεν την ορθοφροσύνη και την ορθοδοξία.»» (16).
Ο Κοραής, ατρόμητος μπροστά στις κραυγές του Γρηγορίου του Ε΄, θα απαντήσει: «Περισσότερον ήθελεν ωφελήσει το γένος σήμερον όστις καίει, παρά όστις γράφει Γραμματικάς». Το απελευθερωτικό πνεύμα των διαφωτιστών εναρμονιζόταν με την πολιτική και παιδευτική σκέψη του Πλάτωνα:
«Ο άνθρωπος είναι ήμερο ζώο, όπως λέμε, κι αν πάρει σωστή ανατροφή και τύχει να έχει έμφυτα χαρίσματα θα γίνει το πιο θείο και ευγενικό πλάσμα της γης. Αν όμως η ανατροφή του είναι μέτρια ή κακή, θα γίνει το πιο άγριο (17). (…) Ο άνθρωπος βέβαια κάθε άλλο παρά θείος μπορεί να γίνει αν δεν μάθει τους αριθμούς -τα μονά και τα ζυγά γενικά- αν δεν ξέρει να μετρά, αν δεν ξεχωρίζει τις ημέρες και τις νύχτες ή αν αγνοεί την περιστροφή του ήλιου, της σελήνης και των άλλων ουράνιων σωμάτων. Είναι πολύ ανόητο να πιστεύει κανείς ότι, οποιοσδήποτε θέλει να προοδεύσει στα ανώτερα στρώματα της γνώσης, μπορεί να αγνοεί κάποιο απ’ αυτά τα θέματα» (18).
Ένας Πατριάρχης σε αφοριστικό παραλήρημα
Ο Γρηγόριος ο Ε΄ κηρύττει πόλεμο κατά του «κόμματος» των διαφωτιστών, όπως ο ίδιος το αποκαλεί, κατά δηλαδή της εθνικοαπελευθερωτικής πατριωτικής παράταξης! Έντρομος από την ευρύτατη διάδοση των Ορθών Λογικών ιδεών αρχίζει να απειλεί και να φοβερίζει: «Εις τοιούτους παραλογισμούς περιπίπτουσιν οι του κόμματος εκείνου…», γράφει και συνεχίζει: «Αυτοί οι πονηροί άνθρωποι και γόητες είναι προφανείς λυμεώνες, και ψυχικώς και σωματικώς γίνονται εις τους αφυλάκτους και νωθρούς επιζήμιοι είναι πεπαρρησιασμένοι παραβάται των θείων και ιερών κανόνων, και αποστολικών διατάξεων» (19). Για να πάρουν σειρά οι προειδοποιήσεις ότι θα ακολουθήσουν αφορισμοί:
«…και αν δεν προλάβωσι να σωφρονισθώσι και να αφεθώσιν από τας σαθράς και αντιθέους διδασκαλίας των, θέλει επέλθη κατ’ αυτών η οργή του Θεού, ως υιών απειθείας, και θέλουν πειραθή της αποτομωτάτης Εκκλησιαστικής παιδείας, θεατριζόμενοι και στηλιτευόμενοι πανταχού, και ως μέλη σεσηπότα αποκοπτόμενοι της ολομελείας των πιστών, ίνα μη η λύμη αυτών γίνηται διαδόσιμος εις τα λοιπά υγιαίνοντα μέλη του Χριστωνύμου πληρώματος. (…) Αυτούς προς το παρόν τους Εκκλησιαστικούς ελέγχους και περί της μιας, και περί της άλλης των καινοτομούντων φατρίας ποιούμεθα, άμα μεν περιμένοντες την επιστροφήν αυτών και μεταμέλειαν, άμα δε και δίδοντες νύξιν εις τους αληθείς του Γένους πεπαιδευμένους, και γνησίους της ευσεβείας λατρευτάς και θεράποντας, δια να διαλύωσι τας σατανικάς αυτών πλεκτάνας, ως αραχνιώδη υφάσματα» (20). Μετά, απευθύνεται στα «γνήσια και ευπειθή τέκνα της κοινής μητρός αγίας του Χριστού Εκκλησίας», κατονομάζοντας τους διορισμένους ανθρώπους του, που είχαν λόγο στα εκπαιδευτικά πράγματα της εποχής, και τους υπαγορεύει «πατρικώς» να αναλάβουν δράση για άμεση αναχαίτιση του διαφωτισμού και των επιστημονικών διδασκαλιών:
«…τας βεβήλους κενοφωνίας, και τας σαθράς αντιθέους διδασκαλίας των ειρημένων, να μισήτε, και να αποστρέφησθε, διακρίνοντες αυτούς, ως εκ του καρπού το δένδρον και το πυρ μακρόθεν εκ του καπνού. Ιός ασπίδος υπό τα χείλη αυτών είναι κεκρυμμένος, έτοιμος να διαφθείρη τους αστηρίκτους περί την ευσέβειαν, και την άλλην ευμάθειαν και κατά τον θείον Απόστολον: Βλέπετε και προσέχετε όσον το δυνατόν, ίνα μη συλλαγωγήσθε υπό της κενής απάτης αυτών, και τερατολογίας, και εκτραχηλίζεσθε κατά μικρόν από τα όργια της αληθούς παιδείας, ην και οι γνήσιοι του Θεού θεράποντες και πνευματέμφοροι Πατέρες μυηθέντες, διαλάμπουσιν ως αστέρες πολύφωτοι εις το νοητόν στερέωμα της Εκκλησίας επειδή η επαπειλουμένη εκ της ψευδοδισκαλίας ζημία, δεν είναι μόνον η της προγονικής διαλέκτου κατάργησις, αλλά και η περί την αμώμητον Πίστιν ψυχρότης, η λεληθότως προξενούμενη εκ της ακαταληψίας όλων επίσης των Εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, και η διαφθορά των ηθών. Αναγκαιότατον είναι ένθα και ο τόπος και ο τρόπος ευχερής και αρμόδιος να διαιρεθώσι τα Γραμματικά σχολεία από τα των Επιστημονικών και Μαθηματικών, και να γίνωνται κεχωρισμένως εν μέρει αι παραδόσεις, δια να μη λαμβάνωσιν εκ του προχείρου αφορμήν οι νέοι, και φεύγοντες από τας τάξεις των Γραμματικών, προσκολλώνται εις τας άλλας» (21). Και σε ό,τι αφορά τη διάπλαση των ελληνοπαίδων, η εντολή του Πατριάρχη είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη:
«…και απλώς άλατι πνευματικώ να είναι ηρτημέναι αι διδασκαλίαι των διδασκάλων, και αιχμαλωτίζουσαι παν νόημα εις την υποταγήν του Χριστού, κατά τον θείον Απόστολον, να αναδεικνύωσι τους μαθητιώντας, Χριστιανούς ελληνίζοντας τας φράσεις, και Έλληνας χριστιανίζοντας τα δόγματα, τα ήθη, και τους τρόπους. Ταύτα πατρικώς συμβουλεύομεν…» (22).
Όπως ξεκάθαρη είναι η θέση του για το πώς πρέπει να αντιμετωπισθούν πάραυτα οι ελληνίζοντες διαφωτιστές:
«…αν δεν μεταπεισθώσι και δεν θελήσωσι να μεταβάλωσιν ήθη και φρονήματα, πρέπει να αποβληθώσιν εξάπαντος, ως προσκόμματα και πέτραι σκανδάλων, κατά την περί αυτών απόφασιν του Παναγίου Πνεύματος» (23).
Και αναθεματισμός των ελληνικών ονομάτων!
Επειδή η διάδοση του διαφωτισμού, των επιστημών και της Ελληνικής Παιδείας είχαν ως αποτέλεσμα την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των υποδούλων, πολλοί ήταν εκείνοι που αποφάσιζαν να δώσουν στα παιδιά τους αρχαία ελληνικά ονόματα, αντί για χριστιανικά (δηλαδή, εβραϊκά και ρωμαϊκά). Αυτή η «μόδα» («καινοτομία» την αναφέρει η εγκύκλιος) ανησύχησε σφόδρα τον Πατριάρχη. Για τους εξής λόγους: α) Ότι οι Ρωμιοί ήθελαν πλέον να έχουν ελληνικά ονόματα, σήμαινε ότι επιθυμούσαν διακαώς να είναι Έλληνες, ταυτότητα που για την Ορθοδοξία ήταν συνυφασμένη με την αρχαία αντίληψη περί του Θείου (αρχαία Ελληνική «θρησκεία»), άρα εχθρική και ανταγωνιστική ως προς την ίδια την υπόσταση της Εκκλησίας, β) ως απότοκο του διαφωτισμού, η πατρώα και μητρώα ελληνική ονοματοθεσία, σήμαινε ότι το Κίνημα στεριωνόταν και στην επόμενη γενιά και, φυσικά, ότι γ) αφού οι ραγιάδες Ρωμιοί ξαναγίνονταν Έλληνες σίγουρα είχαν στο νου τους εθνική επανάσταση κατά των Οθωμανών και της Ρωμαίικης Εκκλησίας, στα βήματα και των άλλων εθνικών επαναστάσεων της εποχής (Γαλλική και Ισπανική) που δεν στράφηκαν μόνο κατά των κοσμικών τυράννων αλλά και κατά της θεοκρατίας.
Εξάλλου, ο ίδιος ο Αλή Πασάς, ο τύραννος της Ηπείρου, είχε υποψιαστεί ότι κάτι ετοίμαζαν οι υπόδουλοι Έλληνες, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι βάφτιζαν τα παιδιά τους με αρχαία ελληνικά ονόματα. Μάλιστα, ο ίδιος φέρεται να έχει πει: «Εσείς οι Ρωμιοί, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο νου σας. Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη. Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε» (24).
Και πώς άραγε η Εκκλησία υποδέχτηκε τον πόθο για εθνική ελληνική ελευθερία της προεπαναστατικής γενιάς, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους άφοβους ελληνίζοντες διαφωτιστές, και όπως την υποδέχθηκαν οι διψασμένοι για επανάσταση πρόγονοί μας;
Η Εκκλησία απαγόρευσε στους Έλληνες να δίνουν στα παιδιά τους ελληνικά ονόματα, για να αποδείξει ακόμα μια φορά τον… φιλελληνισμό της: «Και η κατά καινοτομίαν παρά ταύτα εισαχθείσα των παλαιών Ελληνικών ονομάτων επιφώνησις εις τα βαπτιζόμενα βρέφη των πιστών, ως ηκούσαμεν, λαμβανομένη ως μια καταφρόνησις της Χριστιανικής ονοματοθεσίας, είναι διόλου απροσφυής και ανάρμοστος όθεν ανάγκη η Αρχιερωσύνη σας να διαδώσητε παραγγελίας εντόνους… (…), δια να λείψη τουντεύθεν και η κατάχρησις αυτή…» (25).
Έτσι, αφού νόμισε ότι με πατριαρχικές εγκυκλίους, φοβέρες, ύβρεις, συκοφαντίες και αφορισμούς θα μπορούσε να αναχαιτίσει την επανελλήνιση που κήρυτταν παντού οι διαφωτιστές, τις θετικές επιστήμες, την Ελληνική Παιδεία και τον πόθο για ελευθερία ενός έθνους υπόδουλου επί 20 αιώνες, ο Γρηγόριος ο Ε΄, ο αντιβασιλέας του σουλτάνου και Οικουμενικός Πατριάρχης των Ρωμαίων της ανατολής (Ρωμιών), πίστεψε ότι έθαψε την επανάσταση. Και όταν δύο χρόνια μετά, οι εθνικές φωτιές του ’21 θα ανάψουν από άκρη σε άκρη της πατρίδας, και ένα σύνθημα θα εμπνέει όλους, «ελευθερία ή θάνατος», αυτός, ο πιστός φίλος του σουλτάνου, θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην αγχόνη ως ανίκανος και άχρηστος πλέον για τον κατακτητή, παρά τους τρεις αφορισμούς που είχε εξαπολύσει κατά των επαναστατών! Ο διαφωτισμός είχε επιτελέσει πλέον το έργο του, οι κατάρες των παπάδων δεν φόβιζαν άλλο τους ραγιάδες που είχαν επιλέξει πια να ζήσουν και να πεθάνουν ως ελεύθεροι και ως Έλληνες.
Στέφανος Μυτιληναίος
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου