Του Βάιου Φασούλα
Βυθίζω στα τραγούδια μου λαχτάρες και καημούς
Των στεναγμών τα πάθια μου και τους αναβρασμούς
Με τα τραγούδια νοσταλγώ κι όλο παραμιλάω
Τον γυρισμό σου, μάτια μου, γοργά ξαναζητάω
Φωτιά π’ ανάβει αδιάκοπα και γίνεται καμίνι
Φούρνος και καίει τα σωθικά, τίποτα δεν αφήνει
Ηφαίστειο που μόνο ξερνά, πίκρες και αγωνίες
Και φτάνουν μπρος στα μάτια μου, του έρωτα αδικίες
Σαν αλυσίδα βγαίνουνε, πώς κι από πού, το ψάχνω
Κάποιες μου φέρνουν δάκρυα και κάποιες τις αδράχνω
Στοίβες κάτω απ’ τα μάτια μου, μ’ ανοίγουν αυλακιές
Κι άλλες μου μαλακώνουνε τις πιο βαθιές πληγές
Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ τραγούδια θα λαλήσω
Μ’ αυτά παλεύω, μάτια μου, πίσω να σε γυρίσω
Στους στίχους ξετυλίγεται η αγάπη και το άχτι
Κι από της μοίρας κρύβομαι το άχαρο αδράχτι
Αν είναι ημέρα χαίρεται η φύση κι η ζωή
Κι αν είναι νύχτα η αστροφεγγιά πηδά κάτω στη γη
Αν στα φαράγγια βρίσκομαι, στους λόγγους και στα δάση
Και αν στους κάμπους τριγυρνώ κι η κάψα μ’ έχει βράσει
Θεοί φτάνουν τριγύρα μου με λύρες τραγουδώντας
Και με κρασί ποτίζονται τον έρωτα υμνώντας
Τα βάσανα που έχουνε κι αυτοί θα τραγουδήσουν
Πόνους τους και παράπονα σε μένανε θ’ αφήσουν
Φλογέρα είναι τα χείλη μου και σμίγουν στον αγέρα
Και τα θολά τα μάτια μου, τρέχουνε όλη μέρα
Δοξάρι γίνεται η φωνή και τύμπανο η καρδιά μου
Ήχοι που βγαίνουν σαν πουλιά, κρατούνε τη χαρά μου
Σ’ αυτό το προσκλητήριο, που όλο μεγαλώνει
Σαν σκιά η φτεράποδη Ηχώ, ολούθε ξεφαντώνει
Σαν πλάθω ύμνους έρωτος, φτάνουν τραγουδιστάδες
Κοπέλες, νιοι που αγαπούν, τριγύρω μου αράδες
Δέντρα που γέρνουν τις κορφές θροΐζουν και κουνούνε
Τα φύλλα και τα κλώνια τους κι εμένα προσκυνούνε
Τ’ αγέρι ν’ αντραλίζεται από την ευωδία
Σιγή απλώνει γύρα μου, γλυκά η μελωδία
Δροσάδα οι ανάπνες τους απλώνουν και δροσίζουν
Κι όλα τα κοντυλόχορτα τ’ ανθάκια τους χαρίζουν
Τα ουράνια αφροσύννεφα φτάνουν εδώ κοντά
Της προσμονής μου δάκρυα τρέχουν αργά, αργά
Μάτια μου, αχ ματάκια μου, τραγούδια μ’ έχεις μάθει
Να γίνομαι ένα μ’ αυτά και να ξεχνώ τα πάθη
Τους πόνους να σφυρηλατώ κι η αγάπη να φουντώνει
Και μέσα μου η υπομονή για σε να δυναμώνει
Ο γυρισμός που καρτερώ, του πόνου διώχνει οδύνη
Κι ο έρωτάς μου μέσα μου, στάθηκε σαν καντήλι
Κι αν χρόνοι μαύροι κι άσπονδοι με πότισαν φαρμάκι
Τη στράτα πάντα σου έφεγγα μ’ αστείρευτο μεράκι
…
Φωνές, τραγούδια, χλαλοή, τι να ’ναι απ’ όλα αυτά;
Και μοιάζει τούτη η βοή σα να μοιρολογά;
Μπας κι είναι το μουρμούρισμα άσματος ή ψαλμός;
Χαιρετισμός για μένανε ή παραλληλισμός;
Φτάνουν κοντά μου άνθρωποι και έχουν συντροφιά
Παράπονα και δάκρυα, καινούρια και παλιά
Στα πρόσωπά τους χύνεται η πίκρα και χορεύει
Κι ο πόνος άγριος μέσα τους, τρανεύει και θεριεύει
Ο ένας θέλει να του ειπώ τραγούδια γι’ αγάπη
Δε θέλει να παραδεχτεί, πως σε φυγή ετράπη
Μα να, του φαίνεται η ζωή άδεια σαν το κουφάρι
Και περιμένει απ’ αυτή τους πόνους του να πάρει
Μια χήρα νέα και όμορφη πο ’χει τρία παιδιά
Και μια μάνα άρρωστη κι είναι χωρίς δουλειά
Φωνές ακούει γύρα της, της μάνας, των παιδιών της
Κι άλλες, που λένε άπονα, να πάρει τον οφθαλμών της
Και τούτος με παρακαλεί γι’ απελπισιάς τροπάρι
Πριν η καρδιά του, η τρελή, τον κάνει μακελάρη
Τα λογικά του έχασε στου έρωτα τη ζάλη
Και στα τραγούδια αναζητά να γείρει το κεφάλι
Μια κοπελίτσα λυγερή, λέει τα μυστικά της
Ο νέος που αγάπησε πύρωσε την καρδιά της
Μα τώρα πια την πρόδωσε και θέλει ν’ αποθάνει
Μέσα απ’ τα τραγούδια μου ζητά να βρει βοτάνι
Κι αυτή η μάνα κλαίγοντας μου έλεγε πολλά
Πως ένας νιος τής γύρευε χωράφια και λεφτά
Αλλιώς η κόρη θα ’μενε ανύπαντρη και στείρα
Και καταριόνται, κλαίγοντας, τη φτώχεια και τη μοίρα
Και φτάνει και ξανάρχεται μια κόρη γελαστή
Πρασινομάτα, στρουμπουλή, ρούσα και πεταχτή,
Τα μάτια της σπιθοβολούν, μούστος το χαμογέλι
Και τα λεπτά χειλάκια της γλυκό στάζουνε μέλι
Ξερόβηξα, ο άμοιρος, τον κόμπο μου να πνίξω
Κι απ’ τα λευκά τα στήθια της τα μάτια να τραβήξω
Να μη θωρώ τον πειρασμό, που όλο με γυροφέρνει
Κι όλα τα φύλλα της καρδιάς σαν άνεμος τα δέρνει
Τούτη η μάνα μου μιλά και με παρακαλάει
Μια ρίμα θέλει να της πω, στ’ αφτί μου μουρμουράει
Πως έγινε η κόρη αμαρτωλή με μαύρη την ψυχή
Καιρός να ’ρθει στη μάνα της πριν σβήσει μοναχή
Ο άλλος θέλει κι αυτός για πάθια να μιλάει
Νους και ψυχή του χάθηκαν κι όλο παρακαλάει
Γύρνα, μου λέει, κράξε γερά, παντού να ακουστεί
Και η φωνή του έβγαινε βραχνή, τρεμουλιαστή
Κι αυτός ο νιος που πρόωρα τα γηρατειά τον πήραν
Κι έχει πολλά παράπονα που μέσα του τον σπείραν
Την κοινωνία αμείλικτα δικάζει και βογκάει
Και μια ανθρώπινη ματιά επίμονα ζητάει
Τα μάτια τους πάνω μου πετούν σαν καυτερά δαδιά
Τα ύπατά μου κόβουνε, μου σκίζουν την καρδιά
Όταν ζητήσω μια δουλειά μου δείχνουνε την πλάτη
Στη φυλακή ξεπλήρωσα του κόσμου την απάτη
Τραγούδησε, λεβέντη μου, και πες ένα τροπάρι
Πως άδικα στα σίδερα βάλαν το παλικάρι
Γιατί να υπερασπιστώ δυο ορφανές κοπέλες
Όπου σε οίκο ανοχής ήταν παγιδευμένες
Μια κοπελιά στα μάτια μου, στέκει μαραζωμένη
Κι ένα μωρό στην αγκαλιά κοιμίζει, η καημένη
Τι να το κάνω τούτο δω, που ’ρθε χωρίς να θέλω
Κι όλοι χαιρέκακα μου λεν, παιδί πόρνης και ξένο
Κι αυτός μου λέει, ο δύστυχος. Ε, συ τραγουδιστή
Τραγούδα ετούτο το ντουνιά μήπως συλλογιστεί
Τη μακρινή πατρίδα μου μ’ ανάγκασαν ν’ αφήσω
Κρύα ματιά, χείλη πικρά, πώς το μπορώ να ζήσω;
…
Οι άνθρωποι τριγύρα μου θυμούνται τα δικά τους
Τότε που ήτανε παιδιά και τους πονά η καρδιά τους
Κι ανάμεσα μπερδεύονται μες στα παράπονά μου
Βαριά τ’ αναστενάγματα, χορός τα όνειρά μου
Όχου πού να βρω γιατρικά, τους πόνους τους να γιάνω
Πόνοι που είναι δυνατοί ραγίζουν την καρδιά μου
Πόνοι αγάπης και έρωτα, τραγούδια να τους κάνω
Μάτια μου, μαύρα μάτια μου, γύρνα ξανά, χαρά μου
Όχου τι ήθελα ο φτωχός να γλυκοτραγουδώ
Πού θα βρω τώρα δυνατά τραγούδια να τους πω;
Μάτια μου, απόκαμα μαθές και δεν αντέχω άλλο
Ψαλμοί που φτάνουν στην ψυχή κι έχουν βάρος μεγάλο
Μάτια μου, μαύρα μάτια μου, πόσο σε αγαπάω
Φωτιές και πόνους του κορμιού, άλλο δεν τους κρατάω
Και τα τραγούδια που λαλώ αρχίζουν ν’ ατονούνε
Κάθε στροφή και στίχος μου, για γυρισμό μιλούνε
Άρχισα το τραγούδι μου με αύρα στη ματιά μου
Και φτερουγίζουν μέσα μου όλα τα όνειρά μου
Κι όταν τελειώνει η στροφή θαρρώ εσύ θ’ αστράψεις
Κι όλα μου μέσα τα χτικιά με μιας θε να τα κάψεις
Μέσ’ στην πικρή μου τη ματιά φτιάχνεις χοντρή σταγόνα
Ανήμπορος κι η μοναξιά μ’ έγειρε ως το γόνα
Κι απάνω εις τα μάγουλα μ’ ανοίγεις χαρακιά
Πάνω στη δεύτερη στροφή γεμίζει μια αυλακιά
Κρύωσε ο φούρνος μέσα μου κι ηρέμησε η καρδιά
Και τα δακρυοπηγάδια μου στερέψανε γοργά
Κι όλος ο κόσμος έφυγε, με κέφι τραγουδώντας
Μαυροματούσα, γύρνα πια, κράζω παρακαλώντας!
Βυθίζω στα τραγούδια μου λαχτάρες και καημούς
Των στεναγμών τα πάθια μου και τους αναβρασμούς
Με τα τραγούδια νοσταλγώ κι όλο παραμιλάω
Τον γυρισμό σου, μάτια μου, γοργά ξαναζητάω
Β. Φ. Γερμανία
(Από τη Β` Συλλογή – ενότητα, ερωτικά)
Διαβάστε περισσότερα...
Δημοσίευσέ το στο: