Στα Θεοδώριανα της Άρτας βρεθήκαμε την Κυριακή 5 Ιουνίου.
Την ημέρα που η παγκόσμια κοινότητα τιμά το περιβάλλον, με την ιδέα ότι δεν το κληρονομήσαμε από τους προγόνους αλλά το δανειστήκαμε από τους απογόνους. Αυτήν την ημέρα μια ομάδα του Συλλόγου πατούσε “ψηλά στην Κωστηλάτα” και μία άλλη δροσίζονταν “στα κρύα τα νερά” του ξακουστού καταρράκτη.
Φτάνοντας στα μεγάλα βοσκοτόπια συναντήσαμε διάσπαρτες στάνες…Η κτηνοτροφία στο μεγαλείο της…Όμως οι παρατεταμένες φετινές βροχοπτώσεις έκαναν πίσω τους κτηνοτρόφους από την ετήσια συνήθειά τους που θέλει τα κοπάδια να βρίσκονται στο βουνό λίγο μετά του Αγίου Κωνσταντίνου. Διανύουμε το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου και δεν έχει ακουστεί ακόμα η φλογέρα του βοσκού, το κουδούνι του γκεσεμιού, το βέλασμα, το γάβγισμα. Όλα ερμητικά κλειστά. Απόντες οι πρωταγωνιστές της βουκολικής ζωής.
Μπροστά μας προβάλει ένας τεράστιος ορεινός όγκος. Δεν υπάρχει πουθενά δέντρο, απ΄ άκρη σε άκρη ένα αλπικό τοπίο. Τα δέντρα τα αφήσαμε πίσω, λίγο πάνω από το χωριό…Μερικά μόνο διακρίνονται μέσα στα λούκια των ρεμάτων. Ο στόχος είναι πάνω και αριστερά, ενώ δεξιά αναπτύσσεται η μακριά και αιχμηρή ράχη του “Κριάκουρα” που για να την ανεβείς εκτός από τα πόδια πρέπει να χρησιμοποιήσεις και τα χέρια (αναρρίχηση). Βρισκόμαστε στα 1.700 μέτρα. Έχουμε πολύ και ανηφορικό δρόμο ακόμα.
Με γρήγορο ρυθμό βαδίζουμε στο αχνό ίχνος του μονοπατιού που δεν το ζωήρεψε για φέτος ο ντορός των ζώων. Το χάνουμε αργότερα το βρίσκουμε…Συναντάμε τον δασικό δρόμο που ανεβαίνει μέχρι την ράχη και πέφτει από την πίσω πλευρά του βουνού. Την ησυχία του πρωινού διακόπτει ο θόρυβος από τα λιθάρια που κυλάνε στο πάνω χαλιά από το ποδοβολητό του τρομαγμένου αγριμιού.
Περνάμε μέσα από τον ‘αυλόγηρο’ της τελευταίας στάνης που τη βρίσκουμε στα 1.915 μέτρα και οι περισσότεροι ακολουθούμε τον νεροφαγωμένο χωματόδρομο που οδηγεί στην κορυφή από την δεξιά πλευρά, ενώ δυο ξεκόβουν για να ανεβούνε από το λούκι που οδηγεί στην ίδια κορυφή από την αριστερή πλευρά.
Μετά την αριστερή στροφή όπου ο δρόμος συναντάει τον καθρέφτη του βουνού με τις δυο Τσούμες κάνουμε αριστερά. Βρίσκουμε χιονούρες σε πολλά σημεία της διαδρομής ενώ συνεχίζουμε με βορειοδυτική πορεία προς την ράχη του βουνού. Συμβουλευόμαστε το όργανο που δείχνει σε αυτό το σημείο 2.143 μέτρα. Εδώ αφήνουμε τον χωματόδρομο να πάει δεξιά και εμείς αναβαίνουμε μια πλαγιά που είναι στην ρίζα του κώνου και λίγο μέτρα κάτω από την ράχη.
Βαδίζουμε με βαριά ανάσα και βαριά πόδια προς την ράχη. Ότανφτάνουμε, αντικρίζουμε στο πίσω και κάτω μέρος του βουνού το χωριό Καταρράκτης δεξιά και λίγο πιο αριστερά το λεγόμενο Δασικό Χωριό. Δεξιά μας αναπτύσσεται ολόκληρη η κορυφή των Τζουμέρκων μέχρι και την “Στρογγούλα”. Το τοπίο είναι για φωτογραφία. Βγήκαν μηχανές…
Η τελευταία προσπάθεια για την κορυφή. Έχουμε άλλα 250 μέτρα υψομετρική…Λίγοι συνεπαρμένοι από το τοπίο μένουν εδώ…Οι πολλοί πάμε για κορυφή. Η ανάβαση γίνεται όλο και δυσκολότερη στην απότομη αλλά αρκετά βατή ανηφόρα του κώνου…Οι ανάσες πολλές και βαριές. Η καρδιά ακολουθεί, τα βήματα, ανεβάζει σφυγμούς στην προσπάθειά της να αιματώσει τα καταπονημένα πόδια. Προσεγγίζουμε την βραχώδη κορυφή…Από δεξιά υπάρχει ένα μικρό πλάτωμα με χώμα. Ένα φυσικός εξώστης της κορυφής. Μερικοί σταματούν εδώ, ρεμβάζουν, χάνονται στο τοπίο. Με λίγα βήματα και με την χαρά της κατάκτησης βρισκόμαστε στον υψομετρικό πυργίσκο που δείχνει 2.393 μέτρα.
Κάνουμε τους υπολογισμούς μας και βρίσκουμε ότι διανύσαμε μια διαδρομή 4,5 χιλιομέτρων σε 2,30 ώρες με υψομετρική διαφορά 1.000 μέτρων.
Καθίσαμε να ξεκουράσουμε τα κουρασμένα και καταϊδρωμένα κορμιά μας…Το μυαλό μας στο κολατσιό καθότι έχει πλησιάσει μεσημέρι…Απλώνουμε το βλέμμα μας στον ορίζοντα. Δεξιά η Παμβώτιδα και τα Γιάννινα. Μπροστά μας και κάτω ο Άραχθος που τον μαντρώνει το χωμάτινο φράγμα του Πουρναρίου και δημιουργεί την λίμνη, και αριστερά γυαλίζει ο Αμβρακικός.
Ο καιρός μπορεί να ήταν σύμμαχός μέχρι αυτή τη στιγμή αλλά από δω τον βλέπουμε να “κλείνει”. Βγάζουμε την αναμνηστική φωτογραφία κορυφής και γρήγορα στην κατηφόρα για να μη μας προλάβουν οι κεραυνοί στην κορυφή…Σχεδόν είχε αδειάσει η κορυφή από την ομάδα μας. Έμειναν μόνο τέσσερις αργοπορημένοι. Διαπιστώνουν ότι από την αριστερή μεριά του βουνού βαδίζουν βαριά προς το μέρος μας κάποιοι άγνωστοι…Τους περιμένουμε…Φοράνε γυαλιά, καπέλα, μαντήλια, όπως και εμείς. Φτάνουν. Τους καλωσορίζουμε…και τελικά από την φωνή του ενός διαπιστώνουμε ότι είναι γνωστοί μας…Συνορειβάτες από τα Γιάννινα, ο Γιάννης,ο Βασίλης και η Καίτη, ανέβηκαν από το χωριό “Κυψέλη”…Έχουμε συναντηθεί σε άλλες κορφές…Η έκπληξη διαδέχεται την χαρά. Αγκαλιές. Φιλιά. Ευχές.
Τελικά μόνο βουνό μα βουνό δεν σμίγουν.
Στο πρώτο μαντρί που βρήκαμε όλοι πέσαμε πάνω στις νάνες και στις τσουκνίδες. Γεμίσαμε τσουβαλάκια μα τα νόστιμα χορταρικά…Η βροχή μας βρήκε στην ταβέρνα της κας Άννας…
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου