-Χρονογράφημα-
Από το Βάιο Φασούλα
Μπάξε καημένε Αντριά, μπάξε!
Τα παλιά χρόνια οι αξίες, οι παραδόσεις και τα έθιμα ήταν στην ημερήσια διάταξη, ιδιαίτερα στην επαρχία. Μεταξύ αυτών και ο αρραβώνας, προπαντός στην αρχή της γνωριμίας, όλα εξελίσσονταν με αυστηρότητα, δέος και σεβασμό αφού επρόκειτο για μυστήριο. Βέβαια υπήρχαν και πολλά σούρτα-φέρτα των συμπεθέρων,(πάντα είχαν το προβάδισμα και το πρόσταγμα) από το ένα χωριό στο άλλο όταν η νύφη ή ο γαμπρός δεν ήταν από το ίδιο χωριό ή όταν το χωριό ήταν χωρισμένο σε δυο μαχαλάδες.
Από τον κάτω μαχαλά, λοιπόν, ο φρεσκοαρραβωνιασμένος λυγερόκορμος Αντρέας, ανήμερα του Αντριά (του αγίου Αντρέα) ξεκίνησε για την αρραβωνιαστικιά του στον πάνω μαχαλά συντροφιά με έναν μπάρμπα του. Έχοντας παραμάσκαλα ένα σφαχτό, κάτι λαμπάδες για το γάμο τους που θα γίνονταν σε δέκα περίπου μέρες και άλλα διάφορα μικρά δώρα και για την αρραβωνιάρα και για τα πεθερικά και για τα κουνιάδια του και για τους γύρω μπαρμπάδες και θειες.
Μπαΐλντισε ο Αντρέας να σκαρφαλώνει φορτωμένος στα κατσάβραχα, φούσκωσε και κάπνιζε σαν μουλάρι και με έναν χλεμπονιάρη μπάρμπα που τον ζάλισε με το κουβεντολόι. Αν και ο καιρός ήταν παγωμένος και από στιγμή σε στιγμή θα χιόνιζε ο Αντρέας είχε αναψοκοκκινίσει, ίδρωσε ο δόλιος και άκουγε το άντερό του να σφυρίζει. Μαζί του είχε πάρει και τον τροβά του με δυο κόρες ψωμί, λίγες ελιές και τυρί για κάθε ενδεχόμενο. Φυσούσε και κοιτούσε διακριτικά τον αδιάφορο μπάρμπα του μέχρι που κάποια στιγμή φιλοτιμήθηκε και πήρε τις λαμπάδες, όταν ο Αντρέας του είπε:
«Άϊ ρε μπάρμπα, χαμπάρ’ δε πέρν’σ πανάθεμα σ’ ! Δε νουάς να βάλ’ σ λίγου του χεράκι σ’.»
«Άϊ Αντριά μ’ και ξαστόχ’σα η έρμους μι τσι ανηφόριες. Ανάθεμα τουν πατέρα σ’ που πάει εδώ σια παν, χάθκε η κάμπους να σι βρει μια νυφ’; Χούι, χούι, μπλιάδες απ’ μι φόρτουσι στο κεφάλ’, η αφουρισμένος».
«Αμ κι κείνους η πιθιρός, όι μανούλα μ’! Όσου λαχταράω να δω την αρραβουνιαστικιά μ’ να μπουρέσω να τη φλίσω μια στάλα, ε άμα έρτι στου νου μ’, μου σκώνιτι, μπάρμπα η τρίχα μ’.
«Του ξέρου, του ξέρου, αλλά τίρα, ισύ μη του δίν’σ’ σημασία. Όπους, όπους θα απεράσουν οι ώρες και το δειλνό θα έχουμι γυρίσ’. Εσύ τίρα μην αστοχήσ’ τι είπαμι. Θα κάτσουμι δίπλα, δίπλα και να μη τρως πουλή κι μας κορουιδέψουν. Άκσες; Άμα θα σε πατάω του πουδάρι σ’ θα σταματάς να τρως. Αυτοί νι μη μας απεράσουν για νιστ’κοί».
«Καλά, καλά! Μι τόπε του τρουπάρ’ κι η μάνα μ’. Αυτές είναι βνίσιες χαζαμάρις ξέρω γω να πω. Είπαμι να μην κλάσουμι αλλά μη φαίνετι ούτε κι να βήξουμε. Ορέ Λεμονιά μ, μι τα λιμόνια σ’, πού θα με πας; Δέκα μερούλες απόμ’ναν ακόμα κι του πατερούλ’ σ’, ας δώκ’ η Θεός να τουν φαν τα ζλάπια».
«Χο! Χο! Α ρε πουτσαρ΄μ’ (λεβέντη) ανιψιέ μ’, μι φαίνιτι στου πίρε του μυαλό σ’ η Λεμονιά!»
«Άμ τέτοια γαλάρα απούναι, τέτοια στρουμπούλου κι τριαντάφ’λλου , είναι να μη μου του παρ’. Άιντες ξεκινάμι τώρα, ξαπόστασα.΄Αιντες μια ανάσα ακόμα κι πεινάου».
«Του νου σου, Αντριά, του νου σου μη φας πουλή. Άμα δεις κι σι ζουλάου του ποδάρ’ να σταματής’ να τρως. Κατάλαβις;»
«Καλά, καλά πάμι τώρα», απάντησε ο Αντρέας και ξεκίνησαν τη στιγμή που άρχισε να ψιλοχιονίζει.
Τους δέχτηκαν με χαρά στο μεγάλο πέτρινο σπίτι με τους μεγάλους υπνοοντάδες, με μαγεριό, με ένα μεγάλο δωμάτιο που το είχαν για τραπεζαρία και με πόρτες που οδηγούσαν στο μαγεριό και έξω στο χαγιάτι. Το χιόνι όλο και πύκνωνε σκεπάζοντας σπίτια, δέντρα, βουνά και μέσα στο μεγάλο δωμάτιο στρώσανε για φαγητό. Ο Αντρέας έκατσε δίπλα στο μπάρμπα του, απέναντί του κάθισε η αρραβωνιαστικιά του, η Λεμονιά δίπλα απ’ τον πατέρα της και οι υπόλοιποι, θα ήταν καμιά, δεκαριά κάθισαν στις θέσεις που έμεναν άδειες γύρα απ’ το στενόμακρο τραπέζι.
Ο πεθερός έδωσε το πρόσταγμα της προσευχής, ακολούθησε το καλωσορίσατε και το καλή σας όρεξη. Πλούσιο το γεύμα και όλοι το καλοδέχτηκαν με χαρά. Άρχισαν το φαί και το μόνο που ακούγονταν ήταν ο θόρυβος που άφηναν τα μαχαιροπήρουνα. Εκείνη την ώρα που ο Αντρέας, επιτέλους, θα έβαζε ένα κοψίδι στο στόμα του, μια γάτα πέρασε στον μεγάλο οντά και κατευθύνθηκε κάτω από το τραπέζι. Κοιτώντας και μυρίζοντας γύρω της, πάτησε το πόδι του Αντρέα κι εκείνος σταμάτησε να τρώει. Λίγες στιγμές αργότερα τον πήραν χαμπάρι και πρώτος που άρχισε τις συστάσεις να φάει ήταν ο μπάρμπας του. Φάε, Αντρέα ο ένας, φάε γαμπρέ ο άλλος, φάε του λέει και η Λεμονιά, τίποτα. Ο Αντρέας πιστός στην παραγγελιά δεν έτρωγε. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε έξω στο χαγιάτι. Χωρίς να καθυστερήσει στιγμή, άνοιξε τον τροβά του και άρχισε να τρώει. Λίγο μετά και αφού ο Αντρέας είχε κάπως καρδαμώσει, από την άλλη πόρτα βγήκε ο πεθερός του να τηράξει τον καιρό.
Το χιόνι στοιβάζονταν πυκνό και με πείσμα, και ο Αντρέας σκέφτονταν πως έπρεπε να φύγουν πιο γρήγορα. Κι εκεί, όπως μέσα από τα θαμπά τζάμια του οντά περνούσαν λίγες ανταύγειες φωτός και κοίταζε πως χιόνιζε, απ’ την άλλη άκρη του χαγιατιού άκουσε τον πεθερό του με τραχιά φωνή να λέει προς το χιονιά:
«Μπάξε, καημένε, αντριά! Ρίξε! Ρίξε!»
Και ο Αντρέας κατακόκκινος από θυμό, ντροπή και χαλάστρα απάντησε με ίδια τραχιά φωνή:
«Κι αν μπήγω και αν ρίχνω απ’ τον τροβά μου ρίχνω!»
Στους Αντριάνα και Αντρέα Χρόνια Πολλά!
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Νοέμβριος 30-11-2010 pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου