Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

«Ε Υ Ρ Ω Π Λ Η Ρ Ο Φ Ο Ρ Η Σ Η» -ΜΕ ΣΤΕΓΗ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ-


ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΣΙΓΓΑΝΟΥΣ
Έρευνα-επιμέλεια Γιώργος Σ. Λεπενιώτης
Πασχαλινό τσιγγάνικο αφιέρωμα από τον Πολίτη Βάιο Φασούλα





Όταν οι προερχόμενοι από τη χώρα του φωτός Έλληνες μετανάστες, αναγκάστηκαν για μύριους λόγους να πάρουν τη φυγή προς την Ξένη, προκειμένου να επιβιώσουν, το πρώτο που συνάντησαν στις χώρες υποδοχής ήταν το αφ’ υψηλού βλέμμα των ντόπιων πολιτών και το δάχτυλο που τρυπούσε πέρα ως πέρα.

Η «στέγασή» τους σε παράγκες θύμιζε στρατόπεδο συγκέντρωσης αντικατοπτρίζοντας έτσι το μέγεθος της ευνομούμενης Πολιτείας -Κράτους υποδοχής και τα πολιτιστικά της αποθέματα. Εγκαταλειμμένα κτίρια που οι ντόπιοι δεν προτιμούσαν, μεταβλήθηκαν κυριολεκτικά σε γκέτα, καθιστώντας απραγματοποίητο όνειρο την ενσωμάτωση και την κοινωνικοποίησή τους, όσο η χώρα υποδοχής, εσκεμμένα ή μη, δεν είχε καταφέρει να κοινωνικοποιήσει τους δικούς της πολίτες.

Το αποτέλεσμα ήταν να βρει πρόσφορο έδαφος ο ρατσισμός, που έκανε τα «άλματά» του σε βάρος των ξένων μεταναστών και ερέθισε το φασισμό. Παράδειγμα προς τούτο αποτελεί η άλλοτε Δυτική Γερμανία και σήμερα ενωμένη πια Γερμανία, «κορμός» της ΕΕ. Όταν λοιπόν, μετανάστες προερχόμενοι από φτωχές χώρες αντιμετώπισαν τέτοιου είδους προβλήματα, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο δύσκολη είναι και η ζωή των τσιγγάνων στην Ελλάδα.

Πρόσφατα είχα τη χαρά να διαβάσω το βιβλίο του συγγραφέα-ερευνητή Γιώργου Λεπενιώτη με τίτλο «Με στέγη τον ουρανό». Πρόκειται για ένα τσιγγάνικο ψυχογράφημα, γραμμένο με ερευνητικό τρόπο, για τη διαδρομή των τσιγγάνων στην ελληνική επικράτεια, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τις παραστατικές και τεκμηριωμένες ιστορικά και πολιτιστικά σελίδες του βιβλίου.

Η ρηξικέλευθη και επίπονη από κάθε άποψη έρευνά του, ταυτοποιεί στο μέγιστο την κοινωνία των τσιγγάνων και παράλληλα την ευνομούμενη (αν μπορούμε να μιλούμε για κάτι τέτοιο) κοινωνία των πολιτών, αντιπαραθέτοντας τη μία απέναντι στην άλλη, έχοντας η μία το «δόρυ» και η άλλη την «ασπίδα».

Η αναφορά στην πορεία αιώνων των τσιγγάνων στη χώρα μας πλαισιώνεται από αναρίθμητα θετικά και ενίοτε αρνητικά περιστατικά, τα οποία έχουν τις ρίζες τους σε «επιλογές» των ντόπιων πληθυσμών. Οι ίδιοι οι πολίτες αντιμετωπίζουν στις πόλεις και στην επαρχία πολλά προβλήματα με αποτέλεσμα να μειώνεται η αλληλεγγύη και ο σεβασμός απέναντι στους συνανθρώπους τους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκει το ανάλογο έδαφος ο ρατσισμός και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, άσχετα κατά πόσο οι Πολίτες συνειδητοποιούν ή όχι την ύπαρξή του.

Παρεμπιπτόντως, η καθεστηκυία τάξη, για ευνόητους λόγους δημιούργησε μια πολυδιάστατη πλέμπα κι αυτή στη συνέχεια, αντιμετωπίζοντας η ίδια ποικίλα αδιέξοδα, λειτούργησε αντικοινωνικά και σε μεγάλο βαθμό εναντίων των τσιγγάνων, βάλλοντάς τους. Κι αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, γενικεύοντας λίγο το θέμα, λέγεται ρατσισμός.

Ρατσισμός λοιπόν, χτες και σήμερα και αύριο! Πρόκειται για ένα αρχαίο φαινόμενο, όσο και ο άνθρωπος. Γεννήθηκε μαζί του με δυο πρόσωπα. Απ’ τη στιγμή της γέννησής του το ανθρώπινο ον, σαν είδε το φως διάλεξε είτε έναν απ’ τους μητρικούς μαστούς για να θηλάσει, είτε επέλεξε να θηλάσει χωρίς διακρίσεις και από τους δυο. Μέσα του λοιπόν ενυπάρχουν οι επιλογές της διάκρισης («διαλέγω»), της αυτάρκειας και της αδιαφορίας. Μ’ αυτές αναπτύσσεται και εξαρτώμενος κι από το οικογενειακό, σχολικό, πνευματικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον διαμορφώνει το χαρακτήρα του.

Αυτά είναι ένα μέρος των αρνητικών συμπλεγμάτων που δεν επιτρέπουν στον πολίτη να δει όλες τις διαστάσεις, παρά μόνο τις αρνητικές: Επιλογές, διαλογή, υποτίμηση και υποβάθμιση, χλευασμός και κάποιες φορές η υστερία των λοιπών πολιτών, έχει σαν αποτέλεσμα την αέναη εχθρική συμπεριφορά των πολιτών έναντι των τσιγγάνων και αντιστρόφως. Η άγνοια μερίδας των πολιτών συντηρείται συστηματικά από τις πολιτικές των… ευνομούμενων Πολιτειών- Κρατών και μεταβάλλεται σε αναλώσιμο «προϊόν» και έπαιξε και παίζει καταλυτικό ρόλο ως προς τη συντήρηση του ρατσισμού.

Σ’ αυτή την άγνοια ο συγγραφέας του έργου, «Με στέγη τον ουρανό» παραθέτει τη δική του έρευνα, προσπαθώντας να ανατρέψει ή να περιορίσει ό, τι αρνητικό κατάλοιπο παράγει η ελληνική κοινωνία, δίνοντας μια ρηξικέλευθη-καταγραφή μέσα από παραστατικές έρευνες καταχωρημένες σε εμπεριστατωμένες ενότητες.

Συνοπτικά αναφέρουμε μερικούς από τους τίτλους αυτών των ενοτήτων, οι οποίες συνοδεύονται από επιστημονική, διαχρονική και ιστορική έρευνα: «Οι κοινότητες της κίνησης και η κινούμενη πόλη», «Η φωτιά, το αμόνι και ο προαιώνιος ήχος», «Η κυκλωτικοί χοροί της Ελευθερίας», «Ιστορίες για έναν κόσμο χωρίς ιστορία», «Τ’ αδέλφια δε χωρίζουνε η μοίρα το ’χει γράψει» και άλλες, που δίνουν τη δική τους διάσταση και όλες μαζί αντικατοπτρίζουν το «κινούμενο» πάζλ των τσιγγάνων και την προσφορά τους στην Ελληνική κοινωνία.

Σιδηρουργοί, τεχνίτες ξύλινων, οστέινων δερμάτινων και λοιπών οικοσκευών, καζανζήδες, ανακασσιτερωτές, γανωτζήδες, τροχιστές, ακροβάτες, παλαιστές, θαυματοποιοί, καλαθοπλέκτες, ζωέμποροι και κυνηγοί βδέλλας, ξωμάχοι, τραγουδιστές και τραγουδίστριες, μάντισσες, «θεραπεύτριες», χορεύτριες, και άλλα, άλλα πολλά συνθέτουν την περιπλανώμενη ζωή τους με «μόνιμη» στέγη τους τον ασύνορο και απλοχέρη ουρανό.

Οι περιπλανώμενες κοινότητες των τσιγγάνων πρόσφεραν στην Ελλάδα όλα όσα προαναφέρθηκαν και γι’ αυτή την προσφορά τους αμείφθηκαν δεόντως από τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας, ιδιαίτερα από τους κλασικούς συγγραφείς και ποιητές κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Μετά τη σύντομη καταγραφή του ερευνητή Γιώργου Λεπενιώτη, την αυλαία κρατά ανοιχτή η «Ανθολογία Ελληνικών διηγημάτων για τους Τσιγγάνους» με αξιοθαύμαστα κείμενα των: Κ. Καρκαβίτσα, Α. Παπαδιαμάντη, Γ. Δροσίνη, Α. Τραυλαντώνη, Μ. Χάκα, Ν. Καρβούνη και άλλων επιφανών Ελλήνων του Λόγου.

Παραμένει γεγονός ότι ακόμα και σήμερα τόσο η δική μας κοινωνία («μπαλαμούς» μας χαρακτηρίζουν οι τσιγγάνοι) όσο και η κοινωνία των τσιγγάνων, συχνά αποστρέφεται η μία την άλλη, με αποτέλεσμα οι μεν «μπαλαμοί» να συντηρούν την περιφρόνηση, την υποβάθμιση και την περιθωριοποίηση σε βάρος της τσιγγάνικης κοινωνίας, οι δε τσιγγάνοι να συμπεριφέρονται ανάλογα με ό, τι εισπράττουν.

Δυο λόγια ακόμα για τους τσιγγάνους και για τους συμπολίτες «γύφτους» με πρωταγωνιστή το ρατσισμό. Παλιότερα, στις γιορτινές μέρες, όπως των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, της Αποκριάς, τη μέρα της Λαμπρής και του Μαγιού, οι τσιγγάνοι κατέκλειαν τις φτωχογειτονιές με τις ζηλευτές χορεύτριές τους, με τα δημοτικά τραγούδια τους και με τους χορούς της αρκούδας, κι εκτός του ότι γέμιζαν οι δίσκοι τους με δραχμούλες, εισέπρατταν την προσοχή και το θαυμασμό όλων. Δεν πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων οι τσιγγάνοι. Οι πόρτες τους γι’ αυτούς ήταν πάντα κλειστές. Στις φτωχογειτονιές γυρόφερναν κι εκεί έβρισκαν συχνά αποκούμπι.

Περαιτέρω, τον παλιό καιρό στο Βαρούσι Τρικάλων, οι περισσότεροι κάτοικοι της συνοικίας αυτής χαρακτηρίζονταν ως «γύφτοι» από τους υπόλοιπους Τρικαλινούς. Επρόκειτο για αξιοπρεπείς ανθρώπους της βιοπάλης, αλλά τα επαγγέλματά τους «χαλούσαν» το πάζλ της τότε κοινωνίας. Το ψωμί τους το κερδίζανε με διάφορες δουλειές όπως του καρεκλά, του λούστρου, του λαχειοπώλη, του αχθοφόρου-χαμάλη, του μουσικού, του πραγματικού μάγκα που ξεσπάθωνε ενάντια στα κακώς κείμενα της εποχής, εκείνους που ανοίγανε αρτεσιανά και βόθρους. Οι δε γυναίκες τους πότε ξενόπλεναν σε σπίτια των «μπαλαμών» για να «πληρωθούν» με μεταχειρισμένα ρούχα, πότε στους γύρω μπαχτσέδες και στα χωράφια για να αμοιφθούν επίσης σε είδος. Σε πολλά δε φτωχόσπιτα υιοθετούσαν και παιδάκια, άλλα εγκαταλειμμένα από τους γονείς τους και άλλα ορφανά, θύματα του Εμφυλίου Πολέμου. Αυτοί ήταν οι …εγχώριοι «γύφτοι», Ά ρ χ ο ν τ ε ς από κάθε άποψη για την τότε εποχή!

Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα θα ήθελα να συγχαρώ την «Ευρωπληροφόρηση» και τους συνεργάτες της για την προσπάθεια που καταβάλλουν, ιδιαίτερα τον ερευνητή Γιώργο Λεπενιώτη για τις ενδιαφέρουσες αναλύσεις που μας έδωσε. Ας μου επιτραπεί να παραθέσω αποσπασματικά τη δική μου τσιγγάνα και το δικό μου τσιγγάνο!

..……………………………………………………………………………………………………………………………



«Γεωργία τη φωνάζανε κι έτσι την ξέραν όλοι

Μα όταν στα χέρια του την άρπαξε, μέσα απ’ την πυρκαγιά

ο γύφτος, ο τσιγγάνος,

«Ανθή!, τη φώναξε, Ανθή είσαι ένα λουλούδι

Εσύ θ’ ανθίσεις τη ζωή, εσύ θα είσαι ο φάρος

Ήλιος θα γένεις αστραφτερός, κι εγώ ο ουρανός σου

Και γη που θα καρποφοράς κι εγώ θα ’μαι βροχή σου

Δραγάτης θε ν’ αγρυπνώ, πάνω απ’ τη σοδιά σου

Κι ούτε που θα τολμά κανείς, ν’ αγγίξει τα καλά σου

Σκώσε το κεφάλι αψηλά και δώσ’ μου το χεράκι

Στ’ αγένωτα τα στήθια σου, γεννιέται η ζωή

Και την καρδιά σου, κόρη μου, εγώ θα στη γιατρέψω

Μια σπίθα είσαι για τα με, κι εγώ μια πυρκαγιά

Σε τούτο το ντουνιά, Ανθούλα μου, να βάλουμε φωτιά



Άντε, άντε τώρα και σώπα πια να κλαις!

Πριχού βροντήξω, μάτια μου, στα πόδια σου μπροστά

Καημό κι εσύ αγιάτρευτο, καημό κι εγώ και σβήνω

Άντες να φύγουμε απ’ εδώ, πριχού να είναι αργά

Στη στράτα θα μπαλώσουμε, την τρύπια μας καρδιά…»

(Απόσπασμα από το: «Στους ρυθμούς της διασποράς»)



* * * *



«Στην πολιτεία την μικρή, όπως εχάζευα μια μέρα του Mαγιού,

βλέπω να στέκει δίπλα μου τσιγγάνα με πανέρι,

ξυπόλυτη, αχτένιστη, με ξεσκισμένα ρούχα κι άγριο χαμογέλι,

χτένα αγόρασε, σαπούνι και τσιμπίδια

και η μυρουδιά της μύριζε σαν από άνθη γιασεμιών, βασιλικούς και κρίνα



Λοξά μου ρίχνει μια ματιά, κρυφά χαμογελάει, με μιας με σφάζει μαγικά

την ώρα που ο μαγαζάτορας την φώναζε και μάλωνε να φύγει

κι εγώ να μένω ακίνητος απ’ τη ματιά εκείνη,

μόνο τα μάτια μου κουνώ και με κομμένη ανάσα να παρακολουθώ,

την όμορφη τσιγγάνα πώς χάνεται αργά στου δρόμου τη στροφή



«Έλα, καλέ μου, έλα να σε πω της μοίρας το καλό,

αυτό που τόσο αποζητάς και φλέγεσαι τα βράδια,

τήρα με μες στα μάτια μου βαθιά όσο μπορείς,

να σου διαβάσω, αφέντη μου, τι σου ’γραψε η μοίρα σου

για το στρατί που διάλεξες κι η τύχη σου μαζί!»

(Απόσπασμα από το «Τσιγγάνα μου μελαχρινή»)



Χρόνια Πολλά! «Με τούτη την Ανάσταση και η ζωή κι αυτήνα αναστηθεί!»



Ε.Ε. Ελλάδα, Καβάλα, Μάρτης 26 2010 pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de



Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου