Αφιέρωμα στη ζωή του χωριού και της στάνης.
(Απόσπασμα από το: «Στ’ αχνάρια της ζωής -Β`»).
«Πέρασαν χρόνια και καιροί, τράνεψαν τα παιδιά,
άλλα παντρεύτηκαν, άλλα χάθηκαν και άλλα σκόρπισαν,
ένα εδώ δίπλα απ’ του παππού κονάκι, το άλλο παρακεί,
το άλλο πήγε σώγαμπρος να κάνει προκοπή
κι ένας κοντά απ’ τον άλλον άρχισαν να χαρίζουν εγγόνια στη σειρά.
Μοίρασε στα παιδιά ο παππούς και λίγα πρόβατα
κρατώντας κι αυτός για τα γεράματα και για τη μοναξιά, λίγα,
τα πιο καλά κι ανάμεσα σ’ αυτά, απ’ το κοπάδι του παππού βγήκε κάποια φορά
ένα τραγοκρίαρο σαν γίγαντας που πήδαγε αράδα κατσίκες και προβάτες
κι αυτό ήταν π’ ανακάτωνε αυτή τη φαμελιά, ποιος να το πρωτοπάρει,
μα να, που ο παππούς δεν μπόραγε να τ’ αποχωριστεί, το κράτησε αυτός.
Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά σαν μένανε τα βράδια οι γέροι μοναχοί,
στήνανε τον καβγά.
Δυναμική η γιαγιά, κριτική και επιθετική,
με επιχειρήματα και με παράπονα πολλά τα τελευταία χρόνια
τον φώναζε ανάμεσα στα άλλα πως ήταν και μαγκούφης,
άχαρος, εγωιστής, μυγιάγγιχτος και χοντροκέφαλος.
Δεν άκουε κανέναν που ’θελε σώνει και καλά να κάνει τα δικά του κι ας ήτανε στραβά.
Μα αυτός με πονηριά και επιδεξιότητα της έβαζε τρικλοποδιά και θύμιζε πράγματα
πάρα πολύ παλιά κι έλεγε περήφανα κι αγέρωχος σαν κόκορας,
που αντί λειριά είχε μουστάκια κρεμαστά,
τα χάδευε και δάγκωνε, σαν είχε το θυμό του,
μαζί και τρίχες κατσαρές που ήταν σαν αγκάθια κι έλεγε στη γριά,
πως απ’ την κοπριά του έφαγε, γέννησε, κλώσησε αβγά
και λάλησε ακόμα πιο πλατιά και πολύ δυνατά.
Κι η γριά, σαν θύμωνε, τ’ απάνταγε κατάμουτρα λόγια ανάλογα πικρά,
πως αν ήταν κύρης σήμερα το χρώσταγε σ’ αυτή,
και στον καλό πατέρα της που του ’δωσε βιος κι έκανε προκοπή.
Κι εκεί στα λόγια αυτά θύμωνε ο γέρος της πολύ κι έβγαζε φωνή πολύ υστερική.
-Αχά! γριά κι απλάνταξα και μην του ματαπείς γιατί θα απουθάνου!
Χο, χο! Χα, χα! Κι αν ήμουν μαγκούφης, όπως λες, θα ’παιρνες κάναν άλλον,
μα τα ’θελε κι η κώλος η δικός κι μάλιστα πουλύ! Αλλά, γριά, αυτά τα αστόησες!
-Όχου! βρε γέρακα μ’ κι αβλέπου σου ’δωκε ο Θεός μακριά ζωή για να με τυραννάς,
π’ να φας την κεφαλή σ’, γέρο ξεκούτ’ κι ανάθεμα την ώρα,
τη μαύρη τη στιγμή, που βρέθηκες στη στράτα μ’ δε σι μποράο άλλο!
-Χο, χο! Άμα, του λόους κι άλλο δεν μ’ αντέχ’ς, τράβα πέρα στ’ αδέρφια σ’
απ’ τους φεγ’ν τ’ άντιρα απ’ την τσιγκουνιά, στεγνώνουν το σκατό.
Βαρέθηκα μαθές, κάθε βουλά να λες, να ματαλές
και να πιτάς φαρμακερές τσιμπιές, πως είστ’ νοικοκυραίοι.
Εμ’ γω δεν είμαι; Α, δεν είμ’ μάγισσας κόρ’; Γαμώ το γ’νιό σ’!
Και δώσ’ του ο καβγάς μες στα γεράματα να παίρνει διαστάσεις,
ν’ ακούει το χωριό, να φτάνει ο πρώτος τους ο γιος ο Βαγγελός, κοντά κι ο Δημητρός
λίγο να τους καλμάρουν που γίνονταν κι οι δυο αγνώριστα θεριά.
Αργά πολύ ξεθύμαινε ο καβγάς κι ησύχαζαν κι οι δυο
κι εκεί που το καντηλέρι άφηνε τις τελευταίες του πνοές,
του έλεγε η γριά ξανά δυο λέξεις λογικές
κι άκουγε ο γέρος μην κι ήταν μαγικές:
-Τήρα να δεις βρε γέρο μου, τα πράματα μίνια βολά σουστά,
ν’ αφήκουμε κι οι δυο τώρα στα γήρατα καβγάδες και μαλώματα
κι ακούει το χωριό κι ούλα τα παιδιά και τα πονά η καρδιά.
Ούλα τα καταφέραμε, δύσκολα και κακά, μα είχαμε στη στράτα μας και κάμποσα καλά.
Μη θες τώρα, π’ ανάθεμα σ’, με τσι αναποδιές
να πάθουμε κάνα κακό κι να γελάσει το χωριό κι παρδαλό τραΐ,
που θέλ’ς σώνει και καλά τον τσέλιγκα να παίζεις!
Δώσε, βρε γέρο μ’, να χαρείς τα γίδια και τα πράτα
στο Γιάννο και στον Κωσταντή, στο Δημητρό, στο Βάγγο,
κι άραξε κάτ’, δέξου τα γερατειά σ’ κι άφ’κε τα καμώματα
κι ετοίμασε, του λόου σ’ την ψυχή αλλά και το κορμί σ’,
να μη σι ψάχνουμε, τώρα που φτάν’ ο καιρός, να είσαι στου κονάκι.
Έλεγε η γριά τα λόγια της αυτά και έγνεθε τη ρόκα, έτσι για να ξεχνά
κι όταν είχε νεύρα πολλά απ’ τον παππού, κοβόταν το μαλλί.
Έτσι και τώρα της κόπηκε κι ο γέρος της άρχισε με κέφι να γελά.
-Χο, χο! Χι, χι! Γριά κι συ του λόους ξεκούτιασις και μάλιστα απ’ τη μένα
ακόμα πιο πουλύ.
Αμ! τι θαρρείς δε σε γρικώ τη ρόκα πώς τη γνέθεις
και το μαλλί κι αυτό αν είχε στόμα θα ’κρινε και θα ’βανε φωνή!
-Γρουσούζης είσι, γέροντα, κι άλλο δε σ’ αντέχω.
Εγώ μιλάω σοβαρά κι εσύ κάνεις μασλάτια
κι απορώ, να μα τω γεραμπή, (Θεό) πως έχεις τέτοια κέφια
κι αστόησες, που να σ’ μασ’ η ψόφος, πως έχασες σήμερις τα ζα;
-Αμ! Είσαι κι θεοπάλαβη απ’ θα μου πεις ξαστόχησα τον πόνο μου,
το λάϊο μου αρνί. Θαρρώ, θα το ’φαγαν το άμοιρο τα λύκια και τα ζλάπια
και κείνου το παλιότραο θα όρμηξε σε κάνα ξένου μαντρί
να μπδήξει τσι γαλάρες.
Όχου! Τι έπαθα η καημένος! Τι συφουρά είν’ αυτή!
Και πού να πάνου, η έρμους, ποιος να τουν έχει δει!
Αμ, τι θαρρείς! Η γρουσουζιά και η παραγλιπιά σ’, γριά,
ούλοι με φάγατε τον άμοιρο, προβάτες κι καρδιά.
Κι άρχισε ο παππούς σιγά να ψευτοκλαίει και να μαζεύει τα στεγνά,
άφανα, δάκρυα και να φυσά τη μύτη συρτά και δυνατά
κι η γριά που του ’ριξε μία λοξή ματιά,
τον έκανε το γέρο της με μιας να κουνηθεί και λίγο να ξυθεί.
Τούτα τα κόλπα του παππού τα ήξερε καλά, όταν εκείνος ήθελε να πείσει τη γριά,
τώρα στο τέλος τα έκανε συχνά, έριχνε δάκρυα ψεύτικα,
μύρια παράπονα που πνίγαν το ντουνιά,
μα τούτη τη φορά τα πράγματα είναι αλλιώτικα και τα ’δε η γριά.
-Καλά, καλά! Θαρρώ σας είμ’ εμπόδιο και μάλιστα τρανό.
Ταχιά το πουρνό θα πάνου να πνιγώ, να ησυχάσ’ τε κι εσείς κι ούλου του χωριό
από τσι ζαβολιές μ’ που ’ναι πάρα πουλλές.
Μανάχα, γριά μ’, να σ’ πω πού θα τα δώκ’ ς τα πράτα.
Τήρα κι δώστα με τη σειρά σ’ ούλα τα παιδιά.
Κι αυτό το αγρουκρίαρο δώσ’ το του Βαγγελό
απ’ το ’χει για Θεό, να τ’ φύγ’ το μεράκι τ’. Άκ’ σεις;
-Καλά γέρο μ’, καλά. Έλα τώρα κι ώρα να πλαϊάσουμε κι αύριο το πουρνό
πάλι τα ματαλέμε! Κι μην παραξηγάς τα λόγια τα πουλλά,
παππούδες τώρα είμαστε, μας λείπει μια σταλιά!
Λίγο πριν έρθει χάραμα κι οι πετεινοί λαλήσουν και τα σκυλιά,
όπως το ’χαν συνήθειο καθώς και οι γαϊδάροι, αντάμα γαβγίσουν και γκαρίξουν,
ο γέρος ήταν σηκωτός κοιτούσε το μαντρί του και μ’ ένα,
«αχ! μ’ έφαες, βρε γριά, κι προκοπή μη δεις», που άφησε έφυγε βιαστικά
κι απ’ τα χωράφια έκοψε να πάει στην ποταμιά.
Αέρας φύσηξε γιομάτος με δροσιά, βουνίσια μυρουδιά
και πέρα στην ανατολή σκάει ο ήλιος το πρώτο χαμογέλι γιομάτο ζεστασιά.
Σιγά-σιγά σώπησαν τα βατράχια, μαζί και οι χελώνες,
ο γκιώνης κι όλα τα νυχτοπούλια
και σταματήσαν μαγικά τις νύχτας μελωδίες,
για ν’ αρχίσουν στη στιγμή αμέσως τα πουλιά ξέγνοιαστα
σαν τρελά και η ανάπνα απ’ τη γη να αιωρείται αργά
και να ανηφορίζει πάνω προς τα βουνά.
Έκανε ο παππούς να κάτσει δίπλα στην ποταμιά,
μέσα στα νια καλάμια τα καταπράσινα
και λίγο πριν καθίσει του ’ρχεται ένας κώνωπας
λες κι ήτανε καρφί και κάθεται ψηλά, στο χέρι το δεξί.
Σήκωσε την γκλίτσα του με μιας, κάνει να το σκοτώσει,
μ’ αυτό το αφιλότιμο εχάθη μ’ ένα «βζουμ!»
κι έπεσε η γκλίτσα του με πάταγο κουφό στο χέρι το δεξιό.
Βάζει φωνή, ρίχνει βρισιά, μαλώνει με την τύχη του που όλο τον καταδιώκει
κι εκεί καθώς εκοίταγε μπας και το συναντήσει,
βλέπει κάτω στα πόδια του στην όχθη τη ρηχή
ένα βατράχι με φουσκωμένα μάτια, λαιμά και πράσινη κοιλιά,
του κάνει «κουακ! κουακ» και «πλατς!» πέφτει μες στα νερά
και «γκαπ!» η γκλίτσα του παππού χτυπάει στο τσαρούχι,
κακότυχος και τούτη τη φορά και του ’φερε μια ανακατωσιά.
Έκανε ν’ αφουγκραστεί αν φύγαν οι εχθροί του
και φάνηκε να ηρέμησε την ίδια τη στιγμή.
Η ποταμιά που έβλεπε ετούτα τα δεινά, σαν να τον ελυπήθηκε άφησε απαλά,
τα κελαρύσματά της ν’ ακούγονται σιγά και στο ρηχό της πάτο στραφτάλιζαν,
τσουγκρίζονταν χαλίκια και νερά πολύ τραγουδιστά.
Ήρθε το κέφι στον παππού, σκούμπωσε τα μανίκια,
έβγαλε τα τσαρούχια του, έκατσε κατά γη
και άρχισε στη στιγμή να κάνει προσευχή.
Γρήγορα τέλειωσε κι αυτή και του ’ρθε στο μυαλό
πως ήταν ώρα και στιγμή να κάνει κολατσιό.
Λίγο ψωμί που πήρε βιαστικά, λίγες ελιές, δυο πράσινες
ντομάτες λίγο να φάει, σταλιά να καρδαμώσει,
ταξίδι έμελλε τρανό τώρα να διανύσει και στη σειρά,
ν’ αφήσει τους χαιρετισμούς σ’ ανθρώπους και σε ζα
κι εδώ την ποταμιά, που ’χε με το στανιό, μια πιθαμή νερά.
Πέρασαν έτσι κάμποσες στιγμές ήρεμες και χορταστικές, γιομάτες στοχασμό,
ανέβηκε ο ήλιος δυο πιθαμές ψηλά κι εκεί που τα τζιτζίρια άρχισαν μ’ όρεξη
να δίνουν αναφορά, άρχισε κι ο παππούς να σιγοτραγουδά:
-Ανάθεμά σε, βρε γριά, με τα τρανά σ’ τα νάζια κι τα καμώματα,
κι ανάθεμά σε κι ακόμα μια φορά που τώρα στα γεράματα πιότερο σ’ αγαπώ,
μα να, δεν μ’ ένιωσες ποτέ όσο καρτέραγα η δόλιος απ’ τα σένα,
γι αυτό και τ’ αποφάσισα να φύγω, να χαθώ και να λευτερωθώ.
Αφήνω γεια τσι καλαμιές, στην ποταμιά και τα βαθιά νερά της,
αφήνω γεια κι σένανε αγέρι του βουνού κι σένανε του κάμπου,
κι εσένα κλούτσα μου πιστή, ταγάρι και τσαρούχια,
πάντα μες στη ζωή συντρόφοι μου πιστοί
που μ’ ακολούθ’σατε πιστά ως τη στερνή πνοή!
Αργά σηκώνεται ο παππούς να κάνει τη θυσία,
στήνει την γκλίτσα με καημό μέσα στις καλαμιές
κι άπλωσε επάνω της το σκούτινο σακάκι με χέρια ανοιχτά,
για να τρομάξουν στη στιγμή κάμποσα αγριοπούλια
που βόσκαγαν λίγο πιο εκεί, ξέγνοιαστα στα γύρω περιβόλια.
Και ξεκινά τα πρώτα βήματα ξιπόλητος μέσα στην ποταμιά
και «πλατς!» με θόρυβο πιτσίλιζε μες στα ρηχά νερά
και «πλουτς!» ξανά κι ανάγκασε δυο-τρεις βατράχους
να βγούνε στη στεριά.
Έφερε μία στροφή στα γάργαρα νερά κι έτριβε τα χέρια,
πατά εδώ, πατά εκεί κι έφτανε το νερό ως τ’ ακροδάχτυλά του
μέχρι που μια στιγμή η ποταμιά σαν σκέπασε απαλά
τους δυο του αστραγάλους, του σκώθηκε η τρίχα.
Στάθηκε μια στιγμή κοιτώντας το νερό και σήκωνε συχνά
πότε το ένα και πότε το άλλο το ποδάρι σα να ’ταν πελαργός
και ξαφνικά, σε μια στιγμή, με δυο δρασκελιές πετάχτηκε στην όχθη.
Άρχισε να τρίβει τα χέρια και τα πόδια λίγο να ζεσταθεί
και τα σαγόνια του απ’ το πολύ κροτάλισμα λέγανε προσευχή.
Το κρύο το νερό του πάγωσαν τ’ αδύναμά του πόδια
και μέσα του η ψυχή κρύωνε πιο πολύ.
Πάλι του ήρθε στο μυαλό η άσπλαχνη γριά του
κι απ’ τα χείλη που ’τρεμαν έβαλε τις φωνές,
να διαμαρτύρεται γιατί η ποταμιά να είναι παγωμένη
κι εκείνη η γριά να μην καταλαβαίνει.
Βάζει τσαρούχια βιαστικά βάζει και το σακάκι,
πιάνει την γκλίτσα δυνατά το γυρισμό να πάρει,
κι όπως ξεκίνησε στάθηκε μια στιγμή,
την ποταμιά κοιτάζει κι αφήνει μια ευχή:
-Γεια σου κι συ, βρε ποταμιά, πάλι θα σε ξανάρθου άλλη καμιά βουλά!
Ζεστό να μ’ έχεις το νερό και λίγο λιγοστό!
-Ε, γεια σου παππού! Πού πας κατά δω; Άκουσε μια φωνή και πλάνταξε ο γέρος.
Ήταν ένα εγγόνι του, απ’ τα πολλά που είχε δεν ήξερε μήτε και πώς το λένε.
πέρα εκεί στις καλαμιές τριαντάχρονο εγγόνι αγνάντευε κι αυτό
κι όλο κοιτάζει τον παππού αν ήτανε στεγνός.
Στάθηκε ο παππούς για μια στιγμή, βάζει αντηλιά το χέρι του
και όλο τον κοιτάζει μέχρι να τον γνωρίσει.
-Ωχό κι αχά! Και πώς αμπόραε να ’ναι άλλος απ’ του γιο του Βαγγελό!
Τι θέλ’ς, ωρέ αλεπουδόβγαλμα, τι έχασες εδώ;
Α; Δεν ματαείδες άνθρωπο να περπατά μέσα τσι καλαμιές;
Α; Αυτά μαγιορεύει η γριά μ’, αυτά; Καλά θα τα ματαπούμι.
Άι, άι, κάνε παρέκια κι μου ’κλεισες τη στράτα μ’, στραβέ,
παν’ στουν πατέρα σου κοντά, κάνι καμιά δ’λειά.
Ουστ! Απ’ εδώ! Κι γιόμ’σε η ντουνιάς μ’ αλεπουδοβγάλματα!.
Έφτανε ο παππούς στο σπίτι του κοντά κι η γριά καρτέραγε καταμεσής στο δρόμο
με τρόμο κι αγωνία. Σαν αντίκρισε από μακριά το γέροντά της έβαλε μια φωνή
κι ένα κρυφό της δάκρυ έπεφτε καταγής…»
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Ιανουάριος 22 2011 pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου