- Τιμώμενο πρόσωπο στο 3ο Συνέδριο-Αντάμωμα Θεσσαλών
- Τύλιξε την ελληνική σημαία με άλλα πανιά και φύλλα δένδρων και την έθαψε στο βουνό για να μην πέσει στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές
Φύλαξε την ελληνική σημαία στη διάρκεια της Κατοχής. Δεν την παρέδωσε στους Ιταλούς παρά τις απειλές και τη βία. Πρόκειται για τον Τρικαλινό Νικόλαο Λεοντάρη, ο οποίος κατάγεται από την Καλλιρρόη Καλαμπάκας. Έλαβε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και μετά τη λήξη του τού ανατέθηκε η προστασία της πολεμικής σημαίας του 5ου Συντ/τος. Μετά την απελευθέρωση την παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό το 1945.
Προκειμένου να μην πέσει η σημαία στα χέρια των κατακτητών Ιταλών και Γερμανών την τύλιξε με άλλα πανιά και φύλλα δένδρων και την έθαψε στο βουνό. Εκεί τη φύλαξε για τέσσερα χρόνια με μεγάλη αγωνία και φόβο μήπως την ανακαλύψουν ή μήπως σαπίσει μέσα στο χώμα. Όταν συγκροτήθηκε το 119 Τάγμα Εθνοφυλακής παρουσιάστηκε στον διοικητή και του ανέφερε το γεγονός. Με συνοδεία ξέθαψε και παρέδωσε τη σημαία την οποία μετέφεραν με τιμές. Για την πράξη του αυτή τιμήθηκε από το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων.
Η σημαία
Πώς όμως έφτασε η ελληνική σημαία σ’ αυτόν;
Όπως αναφέρει ο ίδιος σε σχετικό δημοσίευμα, στο επιστημονικό περιοδικό “Τρικαλινά”, τόμος 21ος (2001), που εκδίδει ο Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων, στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού υπηρέτησε ως κληρωτός αλλά και ως έφεδρος. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο είχε αποσπασθεί σε άλλο βοηθητικό τμήμα και κατά μήνα Μάρτιον 1941 στη διαχείριση καυσίμων υλών.
Κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού τον Απρίλιο του 1941, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, όπως και άλλα, υποχώρησε συντεταγμένο. Μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης και την παράδοση του οπλισμού τους, οι ελληνικές μονάδες αυτοδιαλύθηκαν. Το επιτελείο του 5ου Συν/τος με διοικητή τον συν/ρχη Νικόλαο Γεωργούλα το 3ο δεκαήμερο του Απριλίου 1941 βρέθηκε στο χωριό Ανθοχώρι Ηπείρου. Επειδή όμως από την κούραση και τις κακουχίες, ήταν αδύνατο να ακολουθήσει πορεία, ακόμη και επί ζώου, διά μέσου της οροσειράς της Πίνδου και των χωριών του Ασπροποτάμου για να φθάσει στην Καλαμπάκα, ανέθεσε σε δύο άτομα, καταγόμενα από τα χωριά Κρανιά και Δολιανά Ασπροποτάμου, να παραλάβουν τα αρχεία του Συν/τος και την πολεμική Σημαία αυτού, ως και τα προσωπικά του αντικείμενα, ήτοι το ξίφος, το πιστόλι και τα κιάλια.
Εγώ, επισημαίνει ο Νικόλαος Λεοντάρης, δεν ήμουνα μαζί τους, γιατί ακολούθησα άλλη πορεία.
Όταν τα δύο άτομα έφτασαν στο χωριό του, την Καλλιρρόη, επειδή ο ιατρός Βασίλειος Κλιάφας είχε άριστες φιλικές σχέσεις με τον πατέρα του και με τον ίδιο προσωπικά, άφησαν τα πράγματα που τους έδωσε ο Γεωργούλας στο σπίτι του. Μετά από μία ημέρα έφτασε και ο ίδιος στο σπίτι του και βρήκε όλα τα παραπάνω.
Αμέσως, με τη βοήθεια και της μητέρας του, τη σημαία την κρύψανε σε ένα από τα μπαούλα που είχε τον προικώο ρουχισμό της αδερφής του, ενώ αυτός μετά από λίγες ημέρες έφυγε από το χωριό για να βρεθεί εργαζόμενος στον Βόλο. Μετά από ένα μήνα που έφυγε αυτός από το χωριό το έτος 1941, πήγαν δύο αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και, εκτός από τη σημαία που δεν τους παρεδόθη και το ξίφος, τα άλλα τα πήραν.
Στη συνέχεια ο Νικόλας ο Λεοντάρης αναγκάστηκε λόγω του θανάτου του πατέρα του να παραμείνει στο χωριό, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι πιέσεις για τη σημαία.
“Πολλές φορές ήρθαν Ιταλοί και, απειλώντας με, ζητούσαν επίμονα την σημαία, άλλωστε όλα τα είδη είχαν έρθει ημέρα στο σπίτι μου και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μου εγνώριζαν την ύπαρξή τους και κάποιος καταδότης είχε δώσει σχετική κατάσταση”, αναφέρει ο ίδιος.
Όμως στις αρχές Οκτωβρίου 1942 ήρθε ένα ιταλικό τμήμα και απέναντι από το σπίτι του 100 περίπου μέτρα εγκατέστησε ένα οπλοπολυβόλο, χωρίς ο ίδιος να υποψιαστεί ότι ενδεχομένως θα κάνουν έρευνα. Εγώ, επισημαίνει, ήμουνα πιο πέρα και τους είδα. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα, φώναξα τη μητέρα να ζώσει τη σημαία κάτω από το φαρδύ της φόρεμα, όπως και έγινε.
Εν τω μεταξύ είχαν ξεκινήσει δυο Ιταλοί στρατιώτες και έρχονταν προς τον ίδιο- ενώ τότε αυτός προσέτρεξε να τους υποδεχθεί δήθεν. Αφού τους χαιρέτησε, ο ένας από αυτούς, ο οποίος κρατούσε ένα σημείωμα, το οποίο είχε γραμμένο το όνομά του, του είπε στα ιταλικά να κάνουν έρευνα για στρατιωτικά είδη που κρύβει.
Τότε οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι. Αφού έκαναν έλεγχο στο ισόγειο, έκαναν σχολαστική έρευνα παντού και μετά πήγαν στα δύο μπαούλα που ήταν ο προικώος ρουχισμός της αδελφής του.
Στο βάθος όμως του ενός ήταν τοποθετημένο το ξίφος του συνταγματάρχη Γεωργούλα- αυτός τότε άρχισε να βγάζει τον ρουχισμό από το άλλο μπαούλο.
Αφού έβγαλε όλο τον ρουχισμό, άρχισε να βγάζει από το δεύτερο τώρα μπαούλο. Όταν πλέον έφτασε στα μισά, ο ένας Ιταλός τον έπιασε από το χέρι και του είπε να σταματήσει- τότε του είπαν να πάνε στον Λοχαγό, όπως και έγινε, αλλά είχαν φύγει από εκεί που είχαν σταματήσει και είχαν πάει στο υποτυπώδες κατάστημα του χωριού.
Μόλις ο Λοχαγός τον αντίκρισε και αφού του είχαν αναφέρει ότι δεν βρέθηκε τίποτε, με απειλητική διάθεση και σε έντονο ύφος και διά μέσου ενός Ιταλού που γνώριζε ελληνικά, του είπε να τους παραδώσει την σημαία, το πιστόλι και τα κιάλια. Εξήγησε ότι ναι μεν αυτά και άλλα είχαν έρθει στο σπίτι του, αλλά λίγο αργότερα ήρθαν εκείνοι που τα άφησαν και τα πήραν, τότε εκείνος χειροδίκησε, αλλά τον παρεμπόδισε.
Απειλώντας τον συνέχεια, του είπε να τους τα πηγαίνει σε έναν μήνα στην Διοίκηση Καλαμπάκας, «άλλως θα ’ρθουμε να σου κάψουμε το σπίτι και θα σου πάρουμε όλα τα υπάρχοντα περιουσιακά είδη» κτλ.
Φεύγοντας το ιταλικό τμήμα, την άλλη ημέρα αναζήτησε έξω από την περιφέρεια του χωριού κατάλληλη κρύπτη να τοποθετήσει την σημαία, καθώς και το ξίφος του συνταγματάρχη Γεωργούλα και σαν τέτοια βρήκε στη θέση Χαλκιώτη. Αφού τα συσκεύασε καταλλήλως, πήγε και τα τοποθέτησε χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Ούτε η μητέρα του και τα αδέρφια του γνώριζαν την κρύπτη, ενώ ο ίδιος μετά από δύο ημέρες έφυγε από το χωριό για τα Τρίκαλα, αλλά όμως πήγε στο χωριό Γεωργανάδες όπου παρέμεινε εργαζόμενος.
Η παράδοση
Τον Μάρτιο του έτους 1945 κλήθηκε υπό τα όπλα η κλάση του και ως έφεδρος, πριν καταταγεί, επισκέφθηκε τον Διοικητή του 119 Τάγματος Εθνοφυλακής ταγματάρχη Αχιλλέα Μακαρίτη, που τα γραφεία του τότε ήταν εγκατεστημένα στο Ξενοδοχείο Πανελλήνιον, και του είπε ότι «κάπου στην περιφέρεια του χωριού μου Καλλιρρόη από το έτος 1942 έχω κρυμμένη την πολεμική Σημαία του 5ου Πεζικού Συν/τος και πιστεύω ότι κατά 60% να μην έχει σαπίσει».
Αφού φυσικά εν συνεχεία του εξήγησε τις περιπέτειες του, με έκδηλη τη χαρά και, αφού τον συνεχάρη, ο ταγματάρχης του είπε «θα σου δώσω μια διμοιρία στρατιωτών να πηγαίνεις να την πάρεις και να την φέρεις εδώ». «Κύριε Διοικητά» του λέει, «κατ’ αρχήν εγώ πρέπει να πηγαίνω στην μονάδα να καταταγώ να μην θεωρηθώ ανυπότακτος και δεν θέλω στρατιώτες να πηγαίνω στο χωριό».
Τότε εκείνος κάλεσε έναν ανθυπολοχαγό, στον οποίο έδωσε τα στοιχεία του να τα πηγαίνει στον διοικητή της αρμοδίας μονάδας. Μετά από αυτά ο ίδιος πήγε στο χωριό, παρέλαβε τη Σημαία και την πήγε στον Αχιλλέα Μακαρίτη στο γραφείο του.
Εκείνος αμέσως κάλεσε όλους τους αξιωματικούς του 119 Τάγματος Εθνοφυλακής Τρικάλων και συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα του Ξενοδοχείου, όπου ο ίδιος μετά από υπόδειξη του Διοικητή ανεβασμένος σε ένα τραπέζι, έβγαλε τη Σημαία από ένα ταγάρι. Λέει τότε ο Διοικητής Μακαρίτης:
«Αυτή είναι η Σημαία η πολεμική του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, την οποία παρέλαβε και διαφύλαξε με αυτοθυσία και αυταπάρνηση από τα κατοχικά στρατεύματα και από τους εχθρούς της πατρίδος μας». Να πώς περιγράφει ο Νικόλαος Λεοντάρης την όλη εικόνα:
«Ο ενθουσιασμός και τα χειροκροτήματα ήταν ακράτητα. Αργότερα στο γραφείο του συνεζητήθη το θέμα της επισήμου παραδόσεως και μέχρι τότε να παραμείνει η Σημαία στη Διοίκηση του 119 Τάγματος, εγώ όμως αρνήθηκα να την αφήσω και του λέω “θα σου την παραδώσω στην επίσημη τελετή που θα γίνει”».
Η διαταγή τελικά από το Υπουργείο των Στρατιωτικών έφτασε λίγο αργότερα και έλεγε ότι η επίσημη τελετή της παραδόσεως της Σημαίας ορίσθηκε στις 21 Μαΐου 1945.
Αποστόλης Ζώης - Έρευνα
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου