Πέντε και πλέον χρόνια μετά τη μεταφορά των Φυλακών Τρικάλων εκτός του κέντρου της πόλης και την παραχώρηση του κτιριακού συγκροτήματος στο Δήμο, το θέμα της αξιοποίησης των κτισμάτων των παλιών Φυλακών αλλά και της μελλοντικής ταυτότητας της ευρύτερης εξαιρετικού ενδιαφέροντος περιοχής τους παραμένει ανοικτό και αποτελεί καίριο ζήτημα για την πόλη.
Η μελέτη που θα διαβάσετε πιστεύουμε ότι ήταν η πλέον ολοκληρωμένη και δημοσιεύτηκε την Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 2008
Μελέτη για την αξιοποίηση των παλαιών φυλακών και την αναμόρφωση της ευρύτερης περιοχής τους, στη σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Σ’ αυτόν το διάλογο και προβληματισμό συμβάλλει η μελέτη που εκπονήθηκε στα πλαίσια διπλωματικής εργασίας με τίτλο «Στις Φυλακές Τρικάλων» από τη Θεοδώρα Δημ. Βαρδούλη, απόφοιτη πια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, τον Ιούλιο του 2008 στον Τομέα Συνθέσεων Τεχνολογικής Αιχμής, με καθηγητή τον κο Δημήτρη Παπαλεξόπουλο και σύμβουλο καθηγητή σε θέματα σχεδιασμού τοπίου τον κο Κώστα Μωραΐτη. Η παραπάνω μελέτη ξεκινά αξιολογώντας τη σχέση και τη δυναμική ένταξης του συγκροτήματος των παλιών Φυλακών στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού Ληθαίου και σ’ ένα δίκτυο πολιτιστικών διαδρομών και πρασίνου, τη γειτνίαση της περιοχής με το κέντρο και την ιδιαίτερη σημασία του συγκροτήματος παλιές Φυλακές – Άγιος Κωνσταντίνος – Τζαμί και Μαυσωλείο Οσμάν Σαχ ως σημείου εισόδου – εξόδου στην πόλη. Εργαλεία γι’ αυτήν την ανάλυση αντλούνται από την πολεοδομική ανάλυση της πόλης, την έρευνα της ιστορίας και της πολεοδομικής της εξέλιξης και διαπιστώσεις σχετικές με τις σύγχρονες τάσεις ανάπτυξής της.
Βασικός άλλωστε άξονας σε όλα τα στάδια της μελέτης είναι ότι το ζήτημα που τίθεται στις παλιές Φυλακές δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο με την απόδοση μιας νέας χρήσης στο εγκαταλελειμμένο συγκρότημα, αλλά οφείλει να λάβει υπόψη τη δυνατότητα που έχει να μεταβάλει το χαρακτήρα μιας ολόκληρης περιοχής και να συνδεθεί με ευρύτερους σχεδιασμούς που αφορούν την πόλη.
Η διατύπωση των προτάσεων ξεκινά από την αναμόρφωση της οδού Όθωνος, απελευθερωμένης πια από την παρουσία των ΚΤΕΛ, με στόχο την παραποτάμια σύνδεση της περιοχής μελέτης με το κέντρο της πόλης και με ένα δίκτυο κινήσεων που ξεκινά από το βυζαντινό κάστρο και το Βαρούσι, επεκτείνεται στα Μανάβικα και σταματά σήμερα στο σύμπλεγμα των κεντρικών πλατειών και τον πεζόδρομο της Ασκληπιού.
Ο διπλής κυκλοφορίας δρόμος με αμφίπλευρη στάθμευση που συγκροτεί τη σημερινή εικόνα της οδού Όθωνος επανασχεδιάζεται ως οδός μονής κατεύθυνσης με ποδηλατόδρομο και ένα πλατύ πεζοδρόμιο που εξελίσσεται σε μια κατασκευή – εξώστη προς το Ληθαίο.
Μέσα από αυτήν την κατασκευή που επιτρέπει περίπατο, στάσεις και θέα του ποταμού από το σημερινό επίπεδο του δρόμου, πραγματοποιούνται ανά τακτά διαστήματα καταβάσεις στην όχθη του Ληθαίου. Στο επίπεδο της όχθης η κατασκευή του εξώστη λειτουργεί σα στέγαστρο για χώρους εξυπηρέτησης, μικρά καταστήματα καθώς και για χώρους στάσης και ξεκούρασης που παράγουν ένα ζωντανό δημόσιο χώρο πλάι στο ποτάμι.
Η παραποτάμια κίνηση που ξεκινά από την οδό Όθωνος σε δύο επίπεδα (επίπεδο του δρόμου και επίπεδο της όχθης) παρομοιάζεται με μια πλεξούδα («πλοχμό») που χάνει το συμπαγές της πλέξιμο σε ένα σημείο και διαχωρίζεται σε «νήματα» όταν συναντά την περιοχή μελέτης. Αυτά τα «νήματα» - πορείες διαφορετικού χαρακτήρα δημιουργούν ένα δίκτυο κινήσεων, βασικών και δευτερευουσών, που διαπερνούν και οργανώνουν την περιοχή μελέτης και ξανασυναντώνται αφού τη διασχίσουν σε μια παραποτάμια κίνηση με τα πόδια ή με ποδήλατο που επεκτείνεται προς τα όρια της πόλης, ανοικτή σε μελλοντικές ενδεχόμενες επεκτάσεις της.
Ως βασικές κινήσεις που αναπτύσσονται σε διαφορετικά υψομετρικά επίπεδα η κάθε μια αναφέρονται μια πορεία στο επίπεδο της οδού Καρδίτσης που οριοθετεί και την περιοχή μελέτης από τον έντονης κυκλοφορίας δρόμο, μια δεύτερη που συνδέει τα τρία σημαντικά κτίσματα της περιοχής (παλιές φυλακές, εκκλησία, τέμενος) και μια τρίτη πορεία που συνδέεται με την όχθη του ποταμού Ληθαίου. Οι διαδρομές αυτές αναπτύσσονται πάνω σε ένα ήπια διαμορφωμένο πρανές, κατηφορικό προς το ποτάμι με εκτεταμένη φύτευση.
Η πρόταση για την ανάπλαση αυτή του πρανούς παραπέμπει σε αναφορές στην κατάσταση εξοχής – θέρετρου που υπήρχε στην περιοχή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν στη θέση των Φυλακών υπήρχε ένα τούρκικο Χαμάμ και μια ζωντανή πλατεία μέσα σε ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο. Με εγκάρσιες κινήσεις που κατηφορίζουν από το επίπεδο της Καρδίτσης προς την όχθη του Ληθαίου και συνδέουν τις βασικές διαδρομές που αναφέραμε, η περιοχή χωρίζεται νοητά σε τρεις επικράτειες (συγκρότημα παλιών Φυλακών, εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου, τζαμί και μαυσωλείο Οσμάν Σαχ) η κάθε μία από τις οποίες αντιμετωπίζεται με διαφορετικούς τοπιακούς συμβολισμούς. Η περιοχή του τζαμιού ανακαλεί μνήμες από περίκλειστους με ψηλές δεντροστοιχίες οθωμανικούς κήπους με δάπεδο από ανάγλυφα ισλαμικά μοτίβα.
Η βλάστηση και η πλακόστρωση της βάσης της εκκλησίας (μωσαϊκό) -που υπογραμμίζει την ένθετη τοποθέτησή της μεταξύ του τζαμιού και του παλιού Χαμάμ που προϋπήρξε των Φυλακών- παραπέμπουν σε βυζαντινά πρότυπα.
Στον περιβάλλοντα χώρο των φυλακών, μέσα από προσεκτικούς χειρισμούς του περιμετρικού τοίχου, δημιουργούνται ανοίγματα – πορείες που επιτρέπουν σταδιακά την είσοδο της πόλης μέσα στο πρώην «ξένο σώμα» και την επανακατάκτηση ενός χώρου που λειτουργούσε ως «άβατο» για περισσότερο από έναν αιώνα.
Με ένα επίμηκες άνοιγμα στον ψηλό τοίχο πραγματοποιείται και η εισχώρηση της φύσης στο πρώην ερμητικά κλειστό συγκρότημα. Αυτή η είσοδος του φυσικού στοιχείου μέσα στο συγκρότημα επεκτείνεται και μέσα στο κεντρικό κτίριο των Φυλακών. Όλη η μελέτη χρησιμοποιεί συνδυασμούς μαλακών – σκληρών επιφανειών δαπέδου για να προσδώσει αντίστοιχα μια πιο φυσική ή πιο αστική διάσταση στο σχεδιασμό. Συνδετικό στοιχείο όλων των παραπάνω γίνεται με την παρουσία του το νερό ως γραμμικό ή επιφανειακό στοιχείο. Μέσα σ’ αυτόν το σχεδιασμό του τοπίου που λειτουργεί σαν το στοιχείο που διερευνά την ποιητική διάσταση του χρόνου, της μνήμης, της λήθης, της ιστορίας, η αντιμετώπιση ενός εγκαταλελειμμένου συγκροτήματος φυλακών λαμβάνει τις αποστάσεις της από προκατασκευασμένες χρήσεις που θα «φορεθούν» στα κτίρια. Η μελέτη επιδιώκει να δώσει στην πόλη το δικαίωμα να εκφράζει τις εκάστοτε ανάγκες της και να καθορίζει αλληλεπιδρώντας και σταδιακά επανακατακτώντας αυτό το «ξένο σώμα», τον χαρακτήρα του.
Έτσι σε αντιδιαστολή με την παγίωση μιας χρήσης προτείνεται ένας ευέλικτος μηχανισμός απόδοσης χρήσεων στο κεντρικό κτίριο του συγκροτήματος. Σε γενικές γραμμές διατηρούνται – αφού αποκατασταθούν - τα περιμετρικά προσκτίσματα που θα καλύψουν τις σταθερές ανάγκες διοίκησης και διαχείρισης του συγκροτήματος, παράλληλα με τις απαραίτητες εξυπηρετήσεις (αναψυκτήριο, χώροι αποθήκευσης, υγιεινής κλπ). Στο κεντρικό κτίριο των Φυλακών γίνεται μια λεπτομερής μελέτη αποκατάστασης και παρεμβάσεων: η επικάλυψη από πλάκα μπετόν που αποτελεί το πάτωμα του ορόφου των φυλακών αφαιρείται και κρατώντας το περίγραμμα των τοίχων και τον εσωτερικό φέροντα οργανισμό δημιουργείται ένα ευέλικτο σύστημα μεταλλικών παταριών που μπορούν να προστεθούν ή να αφαιρεθούν δημιουργώντας ένα σύνολο από διαθέσιμους χώρους, εσωτερικές αυλές και δημόσια περάσματα.
Οι χώροι αυτοί θα εξυπηρετούν το τρίπτυχο «Διάλεξη - Έκθεση – Εργαστήριο» το οποίο επιλέγεται ως ένας συνδυασμός που μπορεί να παράγει διαφορετικών μεγεθών και χαρακτήρα περιοδικές εκδηλώσεις, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της πόλης και τις προτάσεις από τους ενδιαφερόμενους φορείς. Επέκταση αυτών των δραστηριοτήτων γίνεται στο προαύλιο της παλιάς Φυλακής, που λειτουργεί πλέον ως δημόσιος χώρος σε επαφή με το φυσικό στοιχείο του ποταμού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως περίκλειστη πλατεία αλλά και ως χώρος εκδηλώσεων και αναψυχής.
Οι πολλαπλές αναγνώσεις του θέματος και η ευαισθησία του χειρισμού του από την πολεοδομική κλίμακα ως τις οικοδομικές λεπτομέρειες που διαπνέει αυτήν την εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική βάση για τον τρόπο αντιμετώπισης του εξαιρετικά καίριου ζητήματος της αξιοποίησης των παλιών Φυλακών από τη Δημοτική Αρχή. Σημειώνουμε ότι η παραπάνω μελέτη αξιολογήθηκε με Άριστα (10) και από τους τέσσερις καθηγητές της κριτικής επιτροπής καθένας εκ των οποίων εκπροσωπεί έναν από τους τέσσερις Τομείς της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 2008
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου