«Ε ί ν α ι η ζ ω ή. . . »
Είναι η ζωή μυστήρια, λες κι έμοιασε με εμάς τους ανθρώπους. Όπως εμείς έτσι κι αυτή παίζει με τα ζηλευτά και απλησίαστα για τον άνθρωπο υπάρχοντά της. Μόνο που -για κακή της τύχη- έχουμε κι εμείς συμπεριληφθεί στη λίστα των αγαθών της.
Τούτες τις χειμωνιάτικες μέρες (στα Τρίκαλα μόνο χειμώνας δεν είναι - 12o/19oC με κάτι ψευτοβροχούλες), αλλά το «γιορταστικό» κλίμα των εορτών, που έχει μετατραπεί σε εμποροπανήγυρη ή «σύγχρονο» γελαδοπάζαρο, άλλους θα οδηγήσει στις πράσινες τσόχες των καζίνων και άλλους θα τους περιορίσει στα τέσσερα ντουβάρια των σπιτιών τους. Εκεί, ίσως, αναμεταξύ τους για το καλό της χρονιάς, μαζί με τους στοχασμούς τους ανακατέψουν στα ζάρια ή στα χαρτιά την ελπίδα και την προσδοκία ελπίζοντας σε μια καλή ζαριά, που θα τους δείξει τη ζωή με ανθρώπινο πρόσωπο. Κι είναι μια από τις μετρημένες νύχτες που απόμειναν του Δεκέμβρη του 2009… Β.Φ.
Ε Ι Ν Α Ι Η Ζ Ω Η . . .
Είναι η ζωή σα νύχτα χειμωνιάτικη
Γιομάτη από όνειρα και πάθη
Αδιαπέραστα, σαν πίσσα τα σκοτάδια
Δίχως ένα ράγισμα ή μια χαραγματιά
Εκεί γεννιέσαι εσύ, εγώ κι εκείνοι
Ανδρώνεσαι με προσδοκία και με όνειρα
Κι αναζητάς στ’ αλώνια τα μεγάλα
Μεριά να’ βρεις να χτίσεις μια φωλιά
Και αποχτάς σαν άνθρωπος και αρετές
Κληρονομιά απαραβίαστη απ’ τη Μεγάλη Φύση
Αρκεί να βλέπει ο ήλιος τα σκοτάδια
Αυτά που από έμβρυο τα έφερες μαζί
Και να μπερδέψεις σαν ζάρια ή χαρτιά τις αρετές
Σ’ ένα τραπέζι που σου έλαχε να παίξεις
Πα σε μια τσόχα πράσινη και χοντρή
Κι εκεί θα καρτεράς να έρθει μια καλή
Κι ανοίγεις παράλληλα τα νέα σου φτερά
Κι ετοιμάζεσαι ν’ αρχίσεις να πετάς
Κι όπως κοιτάς τα ζάρια σου και τρέμεις
Παρακαλάς να ’ρθει μία καλή ζαριά
Πάνω στις δυο γωνιές τα ζάρια γυροφέρνουν
Και μια αχτίδα φως έπεσε στα φτερά
Χαίρεσαι, παρακαλάς πραγματικά
Και βλέπεις να αργολιώνουν τα σκοτάδια
Γονάτισες στιγμές, μα, κάτω δεν το βάζεις
Σκληρό το μούδιασμα, έφτασε στο μυαλό
Όταν η αχτίδα απ’ το φως χάθηκε ξαφνικά
Μέσα σου η ελπίδα έπεσε με καημό
Δύσκολο πράγμα η μαστοριά στα ζάρια
Άγρια τα τραπέζια κι ας είναι μαλακά
Ξαναπαίρνεις τα ζάρια σα να’ ναι φως
Και προχωράς, τη νύχτα αλλού αναζητάς
Πολλά στη νύχτα αυτή, που κράτησε πολύ
Είδες μόνο και άκουσες, χόρτασες από πίκρα
Ξεχύθηκε κι αυτή σαν να ’ταν η ζωή
Εγκλωβισμένη, δύστυχη, όπως κι εσύ
Και από τ’ αλώνια τα πολλά απόκαμες
Φτάνεις ν’ απορείς, μιλάς, κλαις, γελάς
Όλα τα οργώνεις χωρίς διακοπή
Κι όλο ανεβαίνεις ψηλά κι ανώμαλα
Το πρόσωπό σου έγινε σκληρό σαν πέτρα
Και η καρδιά σου γερασμένη περιστέρα
Μόν’ τα μαλλιά σου δεν καρτερούνε φως
Απ’ τα σκοτάδια απόχτησαν δικό τους
Και η ψυχή σου πάλλεται συνέχεια
Σα να’ ναι σφύρα που χτυπάει το κακό
Κρότοι πολλοί γιόμισαν τους αιθέρες
Κι οι αρετές σου γύρισαν στις ρίζες τους πιστές
Είναι η ζωή σα νύχτα χειμωνιάτικη
Και η ζωή της κρατάει όσο κρατάει αυτή
Μη γελαστείς κι ανοίξεις παραθύρια
Θα μείνει νύχτα, μ’ αιώνια ζωή.
Από το: «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή» 1995
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Δεκέμβρης 27 2009
pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου