Η υποβάθμιση της Βουλής αποτελεί σήμερα ένα αναμφισβήτητο γεγονός.
Οι βουλευτές –συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης- υποτάσσονται πλήρως στις εντολές του εκάστοτε αρχηγού και της ηγετικής του ομάδας, η οποία αποτελείται συνήθως από πρόσωπα διοριζόμενα από τον ίδιο, τα οποία κινούνται κατά κανόνα μέσα σε ένα αφανές παρασκήνιο: χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε δημοκρατική ή λαϊκή νομιμοποίηση.
Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ιδιότυπο κοινοβουλευτικό «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», που έχει αρκετά κοινά σημεία με την προ ετών λειτουργία των μαρξιστικών κομμάτων. Η κοινοβουλευτική μας Δημοκρατία, συνεπώς, στην πράξη δεν λειτουργεί ως αυτοδύναμο και αυτεξούσιο όργανο, αλλά διαδραματίζει έναν άχαρο και επουσιώδη ρόλο διεκπεραιωτή, κάτω από την απειλή της κομματικής πειθαρχίας και με τη «φίμωση» των βουλευτών, οι οποίοι βέβαια έχουν περιορισμένες δυνατότητες ανεξάρτητων κοινοβουλευτικών πρωτοβουλιών.
Έτσι όμως, η κοινοβουλευτική λειτουργία υποβαθμίζεται και καταλήγει να είναι ένας αδύναμος κρίκος μεταξύ του κυρίαρχου λαού και της εκτελεστικής εξουσίας. Στην καθημερινή πρακτική, η νομοθετική λειτουργία σχεδιάζεται μέσα στα κλειστά «επιτελεία» του εκάστοτε πρωθυπουργού (με τους διάφορους «κηπουρούς») και στη συνέχεια προωθείται στη Βουλή από την κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, ο κοι¬νοβουλευτικός έλεγχος της αντιπολίτευσης έχει καταστεί διαδικασία πλήρως υποβαθμισμένη, αφού ακόμα και οι επίκαιρες ερωτήσεις –ισχυρό όπλο στα χέρια των αντιπολιτευόμενων βουλευτών- ελέγχονται απόλυτα από τα διάφορα «σταγονίδια» του περιβάλλοντος του αρχηγού. Τα όργανα αυτά –και όχι οι βουλευτές- αποφασίζουν και επιλέγουν αν, πότε και ποιες από αυτές θα συζητηθούν. Τελικά, οι πληρεξούσιοι του λαού καθίστανται αποδυναμωμένοι και ψηφίζουν ή καταψηφίζουν υποχρεωτικά αυτό που τους επιβάλλεται από τον εκάστοτε αρχηγό και την ομάδα του. Έτσι όμως, η λαϊκή κυριαρχία καταστρατηγείται, αφού τελικά άγνωστα και συχνά ανεξέλεγκτα κέντρα εξουσίας καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις.
Σε μία, ωστόσο, πραγματικά σωστά λειτουργούσα κοινοβουλευτική Δημοκρατία, οι βουλευτές θα έπρεπε να έχουν την ευθύνη των αποφάσεών τους πάνω στα κομματικά δρώμενα.. Έτσι, άλλωστε, θα μπορούσε να περιορισθεί η παντοδυναμία των αρχηγών, η οποία τελικά οδηγεί σε μια συγκεντρωτική πρωθυπουργική Δημοκρατία, με μονοφωνική αντιπολίτευση.
Τα τελευταία Ελληνικά Συντάγματα, προχώρησαν και αναγνώρισαν το ρόλο και τη σημαντικότητα του κομματικού φαινομένου. Δυστυχώς όμως, δεν αντιμετώπισαν και την ανάγκη της δημοκρατικής λειτουργίας τους. Έτσι, στη πράξη, προέκυψε ένας αχαλίνωτος και χωρίς όρια αρχηγισμός, κάτω από τον οποίο οι κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων δεν λειτουργούν δημοκρατικά, αφού καταδικάζεται στο «πυρ το εξώτερο» κάθε πολυτασικότητα και διαφορετική άποψη.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια απονευρωμένη «κοινοβουλευτική Δημοκρατία προσώπων», στην οποία οι βουλευτές φροντίζουν αποκλειστικά να δείχνουν «καλή διαγωγή» στους αρχηγούς, με την προσδοκία μήπως αποκτήσουν κάποτε και οι ίδιοι «μία θέση στον ήλιο»…
Είναι επομένως απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός του ρό¬λου της Βουλής και η αναβάθμισή της σε όργανο παραγωγής πο¬λιτικής, ώστε να λειτουργεί με τη διαδικασία μία κυβερνώσας κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, όπου ο λαός, μέσω των εκλεγμένων οργάνων του, δεν θα είναι απλός θεατής των τεκταινομένων, αλλά θα αποτελεί ένα έμμεσο μεν, αλλά συνε¬χώς «δρών υποκείμενο» πολιτικής. Έτσι, άλλωστε, θα μπορέσει να αποκατασταθεί το σύμφωνα με το πνεύμα του Συντάγματός μας έργο του Κοινοβουλευτισμού, και οι βουλευτές θα πάψουν να αποτελούν απλά «γρανάζια» μηχανισμών για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά θα καταστούν φορείς μιας πραγματικής πολιτι¬κής λειτουργίας, που θα εκφράζει σε κάθε στιγμή τη βούληση της κοινωνίας. Η λεγόμενη «κομματική πειθαρχία» θα πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ιδιαίτερα κρίσιμες περιπτώσεις, και πάντοτε βέβαια μετά από ενδελεχή εξέταση του κάθε σοβαρού ζητήματος από τα αρμόδια όργανα, όπως είναι κατά κύριο λόγο οι κοινοβουλευτικές ομάδες. Οι εξωθεσμικοί παράγοντες του παρασκηνίου –υποτακτικοί στους αρχηγούς- δεν θα πρέπει να έχουν λόγο σε μια τέτοια διαδικασία.
Η δημοκρατική, όμως, λειτουργία των κομμάτων, επιβάλλει επίσης σε αυτά και μια άλλη υποχρέωση: την καθαρότητα και το νοικοκύρεμα των οικονομικών τους. Η οικονομική ενίσχυση των κομμάτων από το κράτος θα πρέπει να αναθεωρηθεί επί το διαφανέστερο, έτσι ώστε να είναι απόλυτα ελέγξιμη η προέλευση των πόρων σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και να είναι σύμφωνη με τραπεζικά κριτήρια η δανειοδότησή τους. Σήμερα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τα κόμματα δανειοδοτούνται ανεξέλεγκτα και τα χρέη τους εκτινάσσονται στα ύψη. Απαιτείται, λοιπόν, να θεσπισθούν σοβαρές κυρώσεις για τις περιπτώσεις παραβίασης του ανωτάτου ορίου αυτών των δαπανών. Ιδιαίτερα μάλιστα όσον αφορά στα μεγάλα κόμματα που κυβερνούν τον τόπο. Η Πολιτεία, με τον αρμόδιο Εισαγγελέα της, ξεκίνησε, ως όφειλε, σχετική έρευνα για τις υπερβάσεις των δανειοδοτήσεων και των υπέρογκων χρεών των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι πολίτες περιμένουν από τη Δικαιοσύνη να ορθώσει το ανάστημά της και με το κύρος της να προστατεύσει τα λαϊκά συμφέροντα.
Σωτήρης Χατζηγάκης
πρώην Υπουργός – Ανεξάρτητος Βουλευτής
Δημοσίευσέ το στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου