Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Στις 21 τ’ Απρίλη του 1967


Αφιέρωμα στη μνήμη των πεσόντων και σε κάθε λεύτερο Πολίτη
Από το Βάιο Φασούλα





«Φωνές, τσιρίγματα γυναικών, μπερδεμένες φωνές των αντρών στην κατάρα και στο παρακάλι, ματωμένες μύτες και χέρια περασμένα σε χειροπέδες, σπασμένα τζάμια, καρέκλες και τραπέζια, φόρτωμα ανθρώπων στα καμιόνια που ένα απ’ αυτά οδηγούσε ο Γιάννης, ήταν ο αποψινός απολογισμός.

Είχαν ορμίσει σαν λύκοι σε μια ψαροταβέρνα δίπλα στη θάλασσα και σε μηδέν χρόνο τα ’καναν γυαλιά καρφιά εσατζήδες και καραβανάδες. Πάνω σ’ αυτό το θέαμα που άφηνε διάχυτη την ανθρώπινη κτηνωδία και το μίσος, με μιας νοστάλγησε ο Γιάννης τις σκοπιές του στρατοπέδου, τις αγγαρείες και το βρισίδι, φτάνει να μην έβλεπε αυτά και να μη ζούσε στιγμές απόγνωσης και πόνου, που δεν μπορούσε να συμπαρασταθεί και να προσφέρει κάτι.


Πάλι καλά που δεν τον βάλανε κι αυτόν στο χορό, να ρίξει κι αυτός ξύλο για να νιώσει όπως ένιωθαν οι άλλοι που φορούσαν το χακί, «ήρωες», που τρομάρα τους, αν τους έβλεπες, σηκώνονταν η τρίχα από ντροπή και αίσχος. Δεν είχε πολλές επιλογές. Ή θα ’παιζε το ρόλο του θεατή ή θα ’παιρνε το όπλο του και θ’ άρχιζε να βαρά κι αυτός όσους έβλεπε στο χακί. Αποφάσισε να παραμείνει θεατής, αν κι αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Έπρεπε να βγει νικητής μέσα απ’ αυτή την κόλαση των παθών και της αναμό-χλευσης του μίσους...

Κι άρχισαν το φακέλωμα σ’ όλη την πολιτεία
φτιάχνοντας ένα λέρωμα, γιομάτο φαντασία.
Παντού στις πόλεις, στα χωριά, ψάχνανε τους «ενόχους»
και τους αρπάζαν σαν τα ζα, απλούς, φτωχούς κι αθώους.

Κι οι ένοχοι ήταν πολλοί, ολόκληρη η Ελλάδα
και αριστεροί και δεξιοί, ήταν γι’ αυτούς βραχνάδα.
Παππούδες, παραπαππούδες μ’ άσπρα γένια, μακριά,
γιαγιάδες μ’ ασπροπλεξούδες, γιομάτες μ’ αρχοντιά.

Μητέρες κι αδελφάδες, πεντάμορφες κορφάδες
μες στις αυλές στολίζονταν αρχόντισσες κυράδες.
Των γέρων τους χτενίζανε τα άσπρα τους τα γένια
κι οι νεράιδες φέρνανε τα ολόχρυσά τους χτένια.

Ο ήλιος μας ο ξακουστός κι ο κοσμογυρισμένος
πα στα ουράνια γελαστός, ζούσε ευτυχισμένος.
Η πριγκηπέσα τ’ ουρανού, η αστερολουσμένη
δίπλα στο θρόνο του Θεού, στο σμάλτο της πνιγμένη.

Την ομορφιά της χάριζε κι όλο χαμογελούσε
και όλους τους ζωγράφιζε, μαζί τους ξενυχτούσε.
Όλους αυτούς και τα στοιχειά πιάσαν και φακελώσαν
και ζωντανή τη λευτεριά στα κάτεργα μαντρώσαν.

Τη θηριωδία άρχισαν, άγνωστη στη φυλή μας
και όλα τα αλώνισαν, μαύρισαν τη ψυχή μας.
Α ναι, κι εκείνους της Ε.Σ.Α. πώς τους εκάναν έτσι!
Παιδιά, βλαστάρια ζωντανά, της χούντας βάλαν φέσι.

Σαν γκεσταπίτες Γερμανοί, ορμούσαν και χτυπούσαν
και έξαλλοι και μανιακοί, οικτρά τους τυραννούσαν.
Σε καφενέδες μπαίνανε σ’ ακρογιαλιές, σοκάκια
κι αφηνιασμένοι τρέχανε στων γειτονιών σπιτάκια.

Χτυπάγανε και σπάζανε παράθυρα και πόρτες
κι απ’ τα μαλλιά αρπάζανε όλους τους πατριώτες.
Και κάμποσοι σακάτηδες, βγαίνανε τρομαγμένοι
στις καταχνιές μπροστάρηδες, μπαρουτοκαπνισμένοι.

Αετοί που τους εκόψανε, νύχια, φτερά και φόρα
κι όλους τους σακατέψανε στα μέσα του αιώνα.
Βγαίναν και τους ρωτάγανε, ποιο είν’ τ’ αμάρτημά τους;
Κι οι ίδιοι απαντάγανε μ’ ορθό τ’ ανάστημά τους:

«Δεν είμαστ’ εμείς οι εχθροί που ψάχνετε εδώ πέρα
της λευτεριάς είμαστ’ αετοί, της λευτεριάς η μέρα.
Εμείς όλα τα δώσαμε για τούτη την πατρίδα
και την τιμή μας σκώσαμε περφάνια μας κι ασπίδα.

Τίποτα δεν κρατήσαμε που να’ ναι πια δικά μας
τον πλούτο μας μαδήσανε και τα ιδανικά μας.
Και τιμωρίες άγνωστες μας ρίξανε στις πλάτες
δολοφονίες άνανδρες, στων φυλακών τις πλάκες.

Κι ερχόσαστ’ εσείς ξανά, να βρείτε τι, δραγάτες;
Άδεια μας είναι τα κορμιά κι άρρωστες οι ανάπνες.
Μόνο εσείς κοιτάξετε στα στήθια την ψυχή σας
ψαχτείτε, δείτε, έχετε, ακούγετ’ η φωνή σας;»

Μάνες στεκότανε μπροστά, με τα μικρά παιδιά τους
μάνες π’ αφήναν βογκητά και πόναγ’ η καρδιά τους.
Άλλες με χρόνια φυλακή και μαυροφορεμένες
μ’ άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, πρόωρα γερασμένες.

Και κάνα δυο στην αγκαλιά, παιδιά είχαν σφιγμένα
της φυλακής κληρονομιά αγνώστου, γιοι, πατέρα.
Απ’ τα σπιτάκια βγήκανε σα να ’ταν στοιχειωμένες
τους αλυχτώντες βλέπανε με τρίχες σηκωμένες.

Μπρος τους στεκόντουσαν ορθοί με ρόπαλα στα χέρια
άγριοι κι επιθετικοί στάζαν σκλαβιά, φοβέρα.
Τα στρίβανε στα χέρια τους, μ’ αυτά ηδονιζόταν
και μέσα απ’ τα μάτια τους, λάμψεις φωτιάς πετιόνταν.

Σαν τα θεριά ήταν πολλοί όπως στα παραμύθια
και περιμέναν τη στιγμή, να ορμήξουν τ’ αγρίμια.
Καμιόνια στέκονταν πιο κει που έφεραν μαζί τους
και των φαντάρων η ψυχή, έτρεμε στη φωνή τους…

Τα καμιόνια ήταν πέντε κι οι οδηγοί στις θέσεις τους. Νέα παιδιά που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο απ’ το να υπακούουν, έβλεπαν τους βαθμοφόρους και την καρδιά τους να ξεριζώνεται. Συχνά έφτανε η φωνή του Λάζαρου στ’ αφτιά του Γιάννη, μέσα σ’ εκείνη την όμορφη νύχτα, με το ήρεμο κύμα της θάλασσας, τ’ ολόγιομο φεγγάρι και τ’ απαλό αγέρι που χάιδευε και στέγνωνε το δάκρυ. Εκείνη την όμορφη νύχτα που ήρθαν τα θηρία και την έκαναν κόλαση. Μέχρι και το ηλεκτρόφωνο πέταξαν έξω. Όταν άκουσαν ν’ α-κούγεται το τραγούδι «Δραπετσώνα», χίμηξαν σαν λύκοι...»

Απόσπασμα από το: «Στ’ αχνάρια της ζωής Β`»)
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα – Απρίλης 21 2007-10 pelasgos@fasoulas.de http:\\www.fasoulas.de





Δημοσίευσέ το στο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου